Το χρώμα της φωτιάς

Η σκοτεινή πλευρά των εικόνων
είναι οι ήχοι που βγάζουν
οι μωρομάνες σαν υπηρετούν τα βρώμικα σιφώνια των φυλακών
μικρές εκπνοές
κομμένες άδειες
κατεβασμένες τραγιάσκες
οι οροθετικοί που κάνουν μεροκάματα μέχρι να λιώσουν
μέσα στον κουβά της σφουγγαρίστρας
στάλα στάλα
τα στίγματα των κτιρίων
στα μάτια των ανθρώπων
σπαράγματα σιωπηλά
κάπως μακριά
σε άδεια λιμνοθάλασσα
σπαρμένη με νύχια κιτρινισμένα και δόντια σαπισμένα
κι όλα πίσω από πρόσχαρες λαδομπογιές
εικόνες φωτεινές
από το υπόλευκο της υποκρισίας
ίδιο με το γκρίζο
των φθινοπωρινών σύννεφων
προσάναμμα σε λίγο από το χρώμα της φωτιάς

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Κριτική των στρατηγικών μετάβασης Τ.Φωτόπουλος

Τo κείμενo βασίζεται στο άρθρο “Transitional strategies and the Inclusive Democracy project”, by T. Fotopoulos, Democracy & Nature, Vol. 8, No. 1, March  2002.  Βρίσκεται και στο: περ.Περιεκτική Δημοκρατία, τχ.7, Μάιος 2004


1. Οι ρεφορμιστικές μεταβατικές στρατηγικές

Εισαγωγή

Η κατάρρευση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού και η παράλληλη αποτυχία της δυτικής σοσιαλδημοκρατίας, την οποία αντικατέστησε η σημερινή νεοφιλελεύθερη/σοσιαλφιλελεύθερη  συναίνεση, σε συνδυασμό με την άνοδο της ιδεολογίας του μεταμοντερνισμού[1] και την παρακμή των αντισυστημικών κινημάτων[2], έχουν οδηγήσει αναπόφευκτα σε αντίστοιχη παρακμή μιας συζήτησης που βρισκόταν ακόμα σε άνθηση πριν από μερικές δεκαετίες: τη συζήτηση γύρω από τη μεταβατική στρατηγική προς μία εναλλακτική κοινωνία. Αυτό ήταν μοιραίο, εφόσον η εγκατάλειψη από την Αριστερά (Παλιάς, Νέας και Πράσινης) κάθε οράματος για μία εναλλακτική κοινωνία πρακτικά μετέτρεψε τέτοιες στρατηγικές σε περιττές.
Ένα βασικό κριτήριο το οποίο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ώστε να διακρίνουμε τις διάφορες μεταβατικές στρατηγικές που έχουν προταθεί στο παρελθόν, καθώς και κάποιες που προτείνονται σήμερα, είναι το αν μία στρατηγική επιδιώκει να μεταρρυθμίσει τους υπάρχοντες θεσμούς χωρίς να προτείνει κάποιο εναλλακτικό θεσμικό πλαίσιο, ή αν, αντίθετα, στοχεύει στην αντικατάσταση του σημερινού κοινωνικού θεσμικού πλαισίου, δηλαδή το σύστημα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της αγοράς και τη συμπληρωματική με αυτήν αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», καθώς και το αντίστοιχο σύστημα αξιών που συνιστά το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα στο οποίο βασίζεται η σημερινή κοινωνία. Με βάση το κριτήριο αυτό, οι στρατηγικές μπορούν να διαχωριστούν σε «μη συστημικές» και «αντισυστημικές». 
Έτσι, «μη συστημικές» είναι όλες εκείνες οι προσεγγίσεις που στοχεύουν στη μεταρρύθμιση του σημερινού θεσμικού πλαισίου και συστήματος αξιών μέσω μιας ποικιλίας τακτικών, που κυμαίνονται από την κατάληψη της κρατικής εξουσίας, μέχρι την άσκηση πιέσεων «από τα κάτω». Σε αυτή την κατηγορία μπορούμε να κατατάξουμε τη στρατηγική της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας και τις νέες ρεφορμιστικές στρατηγικές που προτείνονται από τους υποστηρικτές των προσεγγίσεων της κοινωνίας των πολιτών και της ριζοσπαστικής δημοκρατίας, καθώς και από τους περισσότερους υποστηρικτές των «νέων» κοινωνικών κινημάτων και μεταμοντέρνων πολιτικών (Πράσινοι, φεμινιστές, κινήματα «ταυτότητας» κ.ο.κ.).    
Από την άλλη μεριά, «αντισυστημικές» είναι όλες εκείνες οι προσεγγίσεις οι οποίες αμφισβητούν, είτε ρητά είτε σιωπηρά, τη «νομιμότητα» του κοινωνικοοικονομικού συστήματος, τόσο με την έννοια των θεσμών του που δημιουργούν και αναπαράγουν την ανισοκατανομή δύναμης/εξουσίας (η οποία είναι για εμάς η υπέρτατη αιτία των αντισυστημικών κοινωνικών διαιρέσεων, δηλ. όλων εκείνων των κοινωνικών διαιρέσεων που άμεσα η έμμεσα αμφισβητούν τη νομιμότητα του ιεραρχικού συστήματος που δημιουργεί και αναπαράγει την ανισοκατανομή δύναμης)[3], όσο και με την έννοια των αξιών του που νομιμοποιούν την κυριαρχία ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο, ή της Κοινωνίας πάνω στη Φύση. Σε αυτή την κατηγορία μπορούμε να κατατάξουμε τις παλιές σοσιαλιστικές στρατηγικές (κρατικιστικές και ελευθεριακές), καθώς και τις πιο πρόσφατες στρατηγικές του αντάρτικου, του ελευθεριακού κοινοτισμού και, τέλος, τη στρατηγική της Περιεκτικής Δημοκρατίας.
Μία ενδιάμεση θέση ανάμεσα στις μη συστημικές και τις αντισυστημικές στρατηγικές καταλαμβάνει η στρατηγική της «άμεσης δράσης» και αυτό που μπορούμε να αποκαλέσουμε στρατηγικές «του τρόπου ζωής» (lifestyle strategies). Οι υποστηρικτές των στρατηγικών αυτών συνήθως τις υιοθετούν για καθαρά ρεφορμιστικούς λόγους, υπάρχουν, όμως, επίσης και περιπτώσεις, ειδικά κατά το παρελθόν, όπου ορισμένες από τις στρατηγικές αυτές, όπως η γενική απεργία, υποστηρίχτηκαν ως ένα καθαρά αντισυστημικό όπλο. Σήμερα, ωστόσο, οι περιπτώσεις όπου οι στρατηγικές «του τρόπου ζωής» και της «άμεσης δράσης» έχουν αντισυστημικό περιεχόμενο είναι σπάνιες και έτσι, ακόμα και αν προτείνονται ως τέτοιες, δε συνοδεύονται από μία συνεκτική πρόταση για ένα εναλλακτικό θεσμικό πλαίσιο. Είναι, επομένως, ξεκάθαρο ότι η «ανάμεικτη» φύση των στρατηγικών της «άμεσης δράσης» και «του τρόπου ζωής» αποκλείει το ενδεχόμενο να καταταγούν είτε στις καθαρά μη συστημικές, είτε στις καθαρά αντισυστημικές στρατηγικές.
Έχοντας εξετάσει στο προηγούμενο τεύχος τη μεταβατική στρατηγική για την Περιεκτική Δημοκρατία, θα εξετάσουμε εδώ τις διάφορες στρατηγικές που προτείνονται για τη μετάβαση σε μία εναλλακτική κοινωνία (παρ’ όλο που οι ρεφορμιστικές στρατηγικές δεν μπορούν να θεωρηθούν αυστηρά ως μεταβατικές στρατηγικές)
Αρχίζοντας με τις ρεφορμιστικές στρατηγικές, οι στρατηγικές αυτές στοχεύουν στο να επιφέρουν ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή, είτε μέσω της κατάληψης της κρατικής εξουσίας (μεταρρυθμίσεις «από τα πάνω»), είτε μέσω της δημιουργίας αυτόνομων από το κράτος βάσεων εξουσίας που θα πιέζουν εκείνους που ελέγχουν τους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς για μεταρρυθμίσεις (μεταρρυθμίσεις «από τα κάτω»). Η «ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή» κυμαίνεται από μία συστημική αλλαγή που θα έρθει μέσω της σταδιακής αλλαγής από τα πάνω (που ήταν και ο στόχος της σοσιαλδημοκρατικής στρατηγικής στο παρελθόν), μέχρι την αλλαγή των σημερινών θεσμών μέσω της «εμβάθυνσης» της δημοκρατίας ή της «κοινωνικοποίησης» της οικονομίας της αγοράς, που θα επέλθει από την πίεση που θα ασκηθεί «από τα κάτω» (προσέγγιση της κοινωνίας των πολιτών), είτε, τέλος, την αλλαγή ορισμένων θεσμών και αξιών που δεν προϋποθέτει καν κάποιο «οικουμενικό» πολιτικό πρόταγμα για συστημική αλλαγή (μεταμοντέρνες πολιτικές, «νέα» κοινωνικά κινήματα κ.λπ.). 

Η σοσιαλδημοκρατική στρατηγική των μεταρρυθμίσεων «από τα πάνω»

Για τον Bernstein, τον πατέρα του ρεβιζιονισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, η στρατηγική ήταν στην πραγματικότητα ταυτόσημη με το περιεχόμενο του ίδιου του σοσιαλιστικού προτάγματος. Έτσι, η σοσιαλδημοκρατική στρατηγική στόχευε στην κατάληψη της εξουσίας με στρατηγικό στόχο τη σταδιακή κοινωνικοποίηση των υπαρχόντων πολιτικών θεσμών και της ιδιοκτησίας, αντί για την αντικατάσταση της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και της οικονομίας της αγοράς με νέους θεσμούς που διασφαλίζουν την ισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής δύναμης/εξουσίας. Όπως σημειώνει και ο Kolakowski:[4]
Το θεμελιώδες ερώτημα (για τον Bernstein) δεν ήταν η απoδοχή ή η απόρριψη της επαναστατικής βίας, αλλά το αν οι διαδικασίες κοινωνικοποίησης εντός της καπιταλιστικής οικονομίας ήταν «ήδη» μέρος της οικοδόμησης του σοσιαλισμού (...) Το κίνημα προς το σοσιαλισμό δεν ήταν το προοίμιο μιας μεγάλης απαλλοτρίωσης, αλλά σήμαινε απλά περισσότερη κοινωνικοποίηση, περισσότερη δημοκρατία, ισότητα και πρόνοια- μία σταδιακή τάση χωρίς «απώτατο στόχο».
Η σοσιαλδημοκρατία έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά την περίοδο του κρατισμού και, ειδικότερα, τα πρώτα τριάντα χρόνια μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν όχι μόνο σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κατέλαβαν την εξουσία σε πολλές δυτικές χώρες (Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία κ.λπ.), αλλά, επίσης, έγινε κυρίαρχο σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο ένα πρόγραμμα που βασιζόταν σε μία «σοσιαλδημοκρατική συναίνεση»[5]. Εντούτοις, η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς από τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 έφερε το τέλος της συναίνεσης αυτής και την άνοδο της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης (δηλαδή της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας) ―η οποία, είναι μη αναστρέψιμη όσο η οικονομία της αγοράς διεθνοποιείται, ή με άλλα λόγια, όσο αναπαράγεται η οικονομία της αγοράς.[6] Η πρόσφατη εξάλειψη από το καταστατικό του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος (το οποίο ήταν το τελευταίο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που δεσμευόταν στην κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής) διάταξης που το δέσμευε σε πλήρη κοινωνικοποίηση, σηματοδότησε και επίσημα το τέλος των σοσιαλδημοκρατικών ισχυρισμών για μία πραγματική συστημική αλλαγή. Στην πραγματικότητα, η νεοφιλελεύθερη ατζέντα για «ευέλικτες» αγορές εργασίας, ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές, αντικατάσταση του κράτους πρόνοιας από ένα δίχτυ ασφάλειας κ.λπ. έχει πλέον μετατραπεί σε ατζέντα κάθε μεγάλου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, είτε αυτό βρίσκεται στην κυβέρνηση, είτε στην αντιπολίτευση. Η παράλληλη κατάπτωση της σοσιαλδημοκρατίας και η αντιστροφή των περισσότερων από τις κατακτήσεις της (περιεκτικό κράτος πρόνοιας, δέσμευση του κράτους για πλήρη απασχόληση, σημαντική βελτίωση στην κατανομή του εισοδήματος) έδειξε ξεκάθαρα ότι οι υποστηρικτές της επαναστατικής προσέγγισης είχαν πάντοτε δίκιο όταν υποστήριζαν ότι είναι ανέφικτη η συστημική αλλαγή μέσω μεταρρυθμίσεων.
Τούτο ισχύει ιδιαίτερα σήμερα που οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να είναι συμβατές και με τις απαιτήσεις της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Είναι, επομένως, ξεκάθαρο ότι για όσο διάστημα το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» αναπαράγεται, όλες αυτές οι μεταρρυθμίσεις («από τα κάτω», ή «από τα πάνω») μόνο προσωρινές νίκες μπορούν να πετύχουν, δηλαδή κοινωνικές κατακτήσεις που θα είναι το ίδιο αντιστρέψιμες όσο εκείνες που επετεύχθησαν κατά την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, και που τώρα κατεδαφίζονται συστηματικά τόσο από νεοφιλελεύθερους όσο και από σοσιαλφιλελεύθερους.[7] Και αυτό διότι η ανάπτυξη (και άρα η κερδοφορία) των υπερεθνικών επιχειρήσεων (YE) εξαρτάται από τη συνεχή επέκταση των παγκόσμιων αγορών. Αυτό σημαίνει ότι, σήμερα, μία οικονομία της αγοράς δεν μπορεί παρά να είναι διεθνοποιημένη-γεγονός που συνεπάγεται πως οι αγορές πρέπει να είναι όσο το δυνατό περισσότερο ανοιχτές και ευέλικτες. Συνεπώς, η παγκοσμιοποίηση και οι κυριότερες συνέπειές της, δηλαδή η σημερινή συγκέντρωση δύναμης/εξουσίας και η συνεχής επιδείνωση της οικολογικής κρίσης, θα εξακολουθούν να υπάρχουν όσο αναπαράγεται το σημερινό θεσμικό πλαίσιο-το οποίο διασφαλίζει τη συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικής δύναμης/εξουσίας- ή με άλλα λόγια, για όσο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» δεν αντικαθίσταται από ένα θεσμικό πλαίσιο που να διασφαλίζει την ισοκατανομή πολιτικής και οικονομικής δύναμης/εξουσίας μεταξύ όλων των πολιτών, δηλαδή από μία Περιεκτική Δημοκρατία.
Αντίστοιχα επιχειρήματα ισχύουν και για την προσέγγιση του «ρεφορμισμού-ως-στρατηγικής», που χρησιμοποιείται συνήθως από τροτσκιστές ποικίλων αποχρώσεων, αλλά υποστηρίζεται ακόμα σήμερα από «ελευθεριακούς» όπως ο Michael Albert του δικτύου Ζ (Z-network). Η στρατηγική αυτή εκφράζει την παλιά μαρξιστική στρατηγική της πίεσης για ρεφορμιστικά αιτήματα με την προσδοκία ότι η ανικανότητα των ελίτ να τα ικανοποιήσουν και η επακόλουθη κρίση θα θέσει σε κίνηση μία δυναμική που θα οδηγήσει στη ριζοσπαστικοποίηση της συνειδητοποίησης και, ενδεχομένως, σε μία «επαναστατική κατάσταση». Μολονότι, θεωρητικά, η προσέγγιση αυτή είναι μία αντισυστημική προσέγγιση, στην πράξη καταλήγει να είναι μία ρεφορμιστική τάση- κάτι που πιστοποιείται, επίσης, από το γεγονός ότι οι υποστηρικτές αυτής της τάσης επιδιώκουν εσκεμμένα μία στρατηγική συμμαχιών με τους υποστηρικτές των καθαρά ρεφορμιστικών τάσεων (σοσιαλδημοκράτες συνδικαλιστές, μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ), περιβαλλοντιστές κ.λπ.). Είναι φανερό ότι τέτοιες «ανίερες συμμαχίες» είναι εφικτές ακριβώς επειδή οι υποστηρικτές αυτής της τάσης δεν προτείνουν σαφώς κάποιο αντισυστημικό πολιτικό πρόταγμα, αλλά περιορίζονται σε καθαρά ρεφορμιστικά αιτήματα. Δεν είναι λοιπόν άξιο απορίας ότι ο Alex Callinicos, ο θεωρητικός γκουρού του Βρετανικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (του πατρικού κόμματος του δικού μας ΣΕΚ)  έβλεπε στον μακαρίτη Pierre Bourdieu ως το διανοούμενο που αντιπροσώπευε την αναδυόμενη διεθνή Αριστερά, ενώ και ο ίδιος προτείνει «μία διεθνή οικονομική ρύθμιση που θα ελέγχει τον καπιταλισμό... μία μεταρρύθμιση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης»![8]
Εντούτοις, η αδυναμία της στρατηγικής αυτής να ριζοσπαστικοποιήσει τη συνειδητοποίηση και να οδηγήσει σε μία απελευθερωτική κοινωνία αποδείχτηκε ιστορικά, όταν παρόμοιες στρατηγικές οδήγησαν παντού σε μία ρεφορμιστική νοοτροπία και σε εύκολα αντιστρέψιμες μεταρρυθμίσεις. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση της Δυτικής Ευρώπης, όπου, ως αποτέλεσμα τέτοιων στρατηγικών, ο μεγάλος όγκος του εργατικού κινήματος ανέπτυξε μία ρεφορμιστική νοοτροπία, ενώ ταυτόχρονα τα παλιά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μετατράπηκαν στα σημερινά σοσιαλφιλελεύθερα κόμματα τα οποία πρωτοστατούν στο χτίσιμο της νεοφιλελεύθερης μορφής της νεωτερικότητας.[9] Αυτό είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του γεγονότος ότι μία στρατηγική που βασίζεται σε ρεφορμιστικά αιτήματα είναι, από τη φύση της, ανίκανη να δημιουργήσει μία μαζική αντισυστημική συνειδητοποίηση--για να μην μιλήσουμε για πραγματικά δημοκρατική συνείδηση που μπορεί να δημιουργηθεί μόνο στο πλαίσιο μιας μακράς διαδικασίας «δημοκρατίας-στη πράξη» που θα οδηγούσε τελικά σε μία Περιεκτική Δημοκρατία. Το γεγονός ότι κρατιστές όλων των πεποιθήσεων, ιδιαίτερα οι μαρξιστές-λενινιστές και οι τροτσκιστές, προτιμούν τη στρατηγική αυτή, ασφαλώς, δεν προκαλεί έκπληξη, με δεδομένη την από μέρους τους υιοθέτηση μιας «επιστημονικής» αντίληψης του απελευθερωτικού προτάγματος και της συγγενούς λενινιστικής αρχής της «συνειδητοποίησης από τα έξω»-μίας αρχής που οδηγεί κατευθείαν στον σταλινισμό.     

Η στρατηγική της κοινωνίας των πολιτών των μεταρρυθμίσεων «από τα κάτω»

Η προσέγγιση αυτή, η οποία δεν είναι καν μεταβατική στρατηγική, εφόσον δεν θεωρεί αναγκαία την αντικατάσταση των σημερινών πολιτικών και οικονομικών θεσμών, συνεπάγεται την ενίσχυση της «κοινωνίας των πολιτών», δηλαδή την ενδυνάμωση των διάφορων αυτόνομων από τον κρατικό έλεγχο δικτύων (συνδικάτα, εκκλησίες, κινήσεις πολιτών, κοοπερατίβες, επιτροπές γειτονιάς, σχολές σκέψης κ.λπ.) προκειμένου να επιβληθούν αποτελεσματικοί περιορισμοί (δηλαδή κοινωνικοί έλεγχοι) στις αγορές και το κράτος. Ωστόσο, η στρατηγική αυτή βασίζεται σε ένα πλήθος μη ρεαλιστικών υποθέσεων. Πρώτον, υποθέτει σιωπηρά έναν υψηλό βαθμό κρατισμού όπου το κράτος μπορεί να παίξει τον οικονομικό ρόλο που έπαιζε κατά τη διάρκεια της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης. Δεύτερον, υποθέτει, πρακτικά, μία σχεδόν κλειστή οικονομία της αγοράς όπου το κράτος και οι επιχειρήσεις μπορούν να αγνοήσουν το βαθμό ανταγωνισμού που επικρατεί σε μία διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, ως αποτέλεσμα των απελευθερωμένων αγορών για εμπορεύματα και ιδιαίτερα για κεφαλαία, τα οποία -στην περίπτωση που εφαρμοστούν σημαντικοί κοινωνικοί έλεγχοι που θα ανταποκρίνονται στα αιτήματα της κοινωνίας των πολιτών- μπορούν αστραπιαία να μετακινούνται μεταξύ χωρών. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι υποστηρικτές της κοινωνίας των πολιτών συνήθως αρνούνται (ή προσπαθούν να μειώσουν) τη σημασία της σημερινής διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς.[10] Είναι, επίσης, ενδεικτικό το ότι όταν οι υποστηρικτές της κοινωνίας των πολιτών αποπειρώνται να διεθνοποιήσουν την προσέγγισή τους, τους μόνους περιορισμούς πάνω στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς που θεωρούν εφικτούς είναι διάφοροι «ρυθμιστικοί έλεγχοι». Εντούτοις, τέτοιοι έλεγχοι έχουν ελάχιστα κοινά με τους σαρωτικούς κοινωνικούς ελέγχους που προτείνουν οι ίδιοι όταν συζητούν (θεωρητικά, «ξεχνώντας» τη πραγματικότητα της σημερινής διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς) τους περιορισμούς που πρέπει να επιβάλλουν τα δίκτυα της κοινωνίας των πολιτών στις αγορές (δραστική μείωση των ανισοτήτων, μαζική δημιουργία θέσεων εργασίας κ.λπ.).
Είναι, επομένως, ξεκάθαρο ότι η στρατηγική της κοινωνίας των πολιτών είναι τόσο ανιστορική όσο και ουτοπική. Είναι ανιστορική, διότι αγνοεί τις δομικές αλλαγές που οδήγησαν στη σημερινή νεοφιλελεύθερη συναίνεση και διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Και είναι ουτοπική, επειδή βρίσκεται σε αντίθεση τόσο με τη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, όσο και με το κράτος. Με δεδομένο, επομένως, ότι οι υποστηρικτές της κοινωνίας των πολιτών δεν βλέπουν, ως το αποτέλεσμα της αντίθεσης αυτής, την αντικατάσταση της οικονομίας της αγοράς και του κράτους από την κοινωνία των πολιτών, δεν είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς ότι οποιαδήποτε ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών θα πρέπει τελικά να είναι συμβατή με τη διαδικασία της περαιτέρω διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς και τον συνακόλουθο ρόλο του κράτους. Επομένως, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, η «ενίσχυση» της κοινωνίας των πολιτών θα σήμαινε απλά ότι οι άρχουσες πολιτικές και οικονομικές ελίτ θα αφήνονταν ανενόχλητες να συνεχίσουν να κυριαρχούν πάνω στην κοινωνία, ενώ, από καιρό σε καιρό, [οι ελίτ] θα πρέπει να προσπαθούν να ικανοποιήσουν τα αιτήματα των υποστηρικτών της κοινωνίας των πολιτών-- προϋποτιθέμενου βέβαια ότι τα αιτήματα αυτά δεν θα έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με τα δικά τους συμφέροντα και τις απαιτήσεις του ολιγοπωλιακού ανταγωνισμού.
Συμπερασματικά, η ενίσχυση των θεσμών της κοινωνίας των πολιτών δεν έχει καμία δυνατότητα να δώσει ένα τέλος στη συγκέντρωση δύναμης/εξουσίας, ή να οδηγήσει στην υπέρβαση της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης. Το συμπέρασμα αυτό μπορεί να εξαχθεί από το γεγονός ότι ο σιωπηρός, και ορισμένες φορές ρητός, στόχος των υποστηρικτών της κοινωνίας των πολιτών είναι η βελτίωση της λειτουργίας των υπαρχόντων θεσμών (του κράτους, των κομμάτων, της αγοράς) για να ανταποκρίνονται καλύτερα στις πιέσεις από τα κάτω, όταν, στην πραγματικότητα, η κρίση θεμελιώνεται στους ίδιους τους θεσμούς και όχι στην κακή τους λειτουργία! Όμως, στη σημερινή διεθνοποιημένη αγορά, η ανάγκη να ελαχιστοποιηθεί ο κοινωνικοοικονομικός ρόλος του κράτους δεν είναι πλέον θέμα επιλογής για αυτούς που ελέγχουν την παραγωγή. Είναι αναγκαία συνθήκη για την επιβίωσή τους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το ευρωπαϊκό κεφάλαιο που είναι αναγκασμένο να ανταγωνιστεί οικονομικά μπλοκ, τα οποία εδράζονται σε περιοχές όπου η κρατικιστική σοσιαλδημοκρατική παράδοση δεν υπήρξε ποτέ ισχυρή (Η.Π.Α., Άπω Ανατολή). Αλλά ακόμα και σε πλανητικό επίπεδο, θα μπορούσε κανείς να έχει σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο η ενίσχυση των θεσμών της κοινωνίας των πολιτών στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς είναι ακόμα δυνατή. Δεδομένου ότι οι πρωταρχικοί στόχοι της παραγωγής σε μία οικονομία της αγοράς είναι το ατομικό κέρδος, η οικονομική αποτελεσματικότητα και η οικονομική ανάπτυξη, κάθε απόπειρα συμβιβασμού των στόχων αυτών με έναν αποτελεσματικό «κοινωνικό έλεγχο» από μέρους της κοινωνίας των πολιτών είναι καταδικασμένη σε αποτυχία αφού, όπως έδειξε και η ιστορική εμπειρία της κρατικιστικής φάσης, ο κοινωνικός έλεγχος και η αποτελεσματικότητα της αγοράς είναι ασυμβίβαστοι στόχοι.[11] Για τον ίδιο λόγο, θα μπορούσε κανείς να επιχειρηματολογήσει ότι η βασική αντίφαση της οικονομίας της αγοράς σήμερα είναι αυτή που προκύπτει από το γεγονός ότι οποιοσδήποτε αποτελεσματικός έλεγχος των οικολογικών επιπτώσεων της οικονομικής ανάπτυξης είναι ασύμβατος με τις απαιτήσεις της ανταγωνιστικότητας, την οποία επιβάλλει η σημερινή φάση της διαδικασίας αγοραιοποίησης. Παρ’ όλα αυτά, μολονότι είναι ξεκάθαρο ότι η ρεφορμιστική στρατηγική της «κοινωνίας των πολιτών» δεν μπορεί να επιφέρει οποιεσδήποτε ριζοσπαστικές αλλαγές στις σημερινές θεσμικές δομές, η στρατηγική αυτή είναι δημοφιλής ακόμα και μεταξύ πολλών ακτιβιστών που αντιτίθενται στην παγκοσμιοποίηση, ιδιαίτερα μεταξύ όσων ανήκουν σε μη κυβερνητικές οργανώσεις, στους Πράσινους κ.α.. Εντούτοις, τέτοιες δραστηριότητες, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να λειτουργήσουν ως καταλύτες συστημικής αλλαγής, ή έστω, ως στοιχεία μιας μεταβατικής στρατηγικής με τον ίδιο σκοπό. Και αυτό, όχι μόνο διότι οι δραστηριότητες των υποστηρικτών της αντιπαγκοσμιοποίησης δεν μπορούν να πετύχουν τίποτα περισσότερο από μερικές αντιστρέψιμες μεταρρυθμίσεις, αλλά και επειδή τέτοιες ενέργειες είναι ελάχιστα χρήσιμες από μόνες τους στη δημιουργία αντισυστημικής συνειδητοποίησης. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν παρόμοιες δραστηριότητες δεν αποτελούν οργανικό μέρος ενός μαζικού προγραμματικού πολιτικού κινήματος με στόχο την συστημική αλλαγή.
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν πρέπει να ξεχνά κανείς τις παραμέτρους που καθορίζει το θεσμικό πλαίσιο. Με δεδομένο ότι η νεοφιλελεύθερη συναίνεση και η σημερινή μορφή της παγκοσμιοποίησης δεν αποτελούν απλά, όπως υποθέτουν οι περισσότεροι στην Αριστερά, αλλαγές πολιτικής αλλά δομικές αλλαγές που επιβάλλονται από τη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, μπορεί κανείς εύλογα να υποθέσει ότι τα βασικά στοιχεία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, και ιδιαίτερα τα κρίσιμα στοιχεία των ανοιχτών και ευέλικτων αγορών, δεν θα εκλείψουν ποτέ όσο αναπαράγεται η οικονομία της αγοράς. Επομένως, μία διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς μπορεί να παράγει μόνον μία διεθνοποιημένη κοινωνία των πολιτών, στην οποία, τελικά, οι κοινωνικοί έλεγχοι πάνω στις αγορές θα είναι μεν ομοιόμορφοι, αλλά, συγχρόνως, ελαχιστοποιημένοι. 

Μεταμοντέρνες πολιτικές μεταρρύθμισης

Υπάρχουν αρκετοί τύποι στρατηγικών που προτείνονται από μεταμοντερνιστές, μολονότι ο όρος «στρατηγική», για ακόμη μία φορά, έχει ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα, καθώς όλα τα μεταμοντέρνα κινήματα είναι σήμερα σαφώς ρεφορμιστικά και στοχεύουν απλά στη μεταρρύθμιση του σημερινού θεσμικού πλαισίου αντί για την αντικατάστασή του με εναλλακτικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Έτσι, παρά τον ξεκάθαρα καθολικό χαρακτήρα του σημερινού θεσμικού πλαισίου, κανένα μεταμοντέρνο κοινωνικό κίνημα δεν αμφισβητεί σήμερα τους κύριους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς που συνιστούν την καθολικότητά του: το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία». Αντίθετα, ένα βασικό αξίωμα όλων των κοινωνικών κινημάτων που έχουν επηρεαστεί από μεταμοντέρνες ιδέες είναι η αντι-καθολικότητά τους, πράγμα που εξ ορισμού αποκλείει τα κινήματα αυτά από κάθε μορφή αντισυστημικής πολιτικής.[12]
Οι δύο κυριότεροι τύποι μεταμοντέρνων στρατηγικών είναι, πρώτον, η «πολιτική των συμμαχιών» και, δεύτερον, η πολιτική της «ριζοσπαστικής δημοκρατίας». Και οι δύο αυτοί τύποι μεταμοντέρνων πολιτικών έχουν ως κεντρικό σημείο αναφοράς τους τα «κινήματα ταυτότητας» (φεμινιστικά, έγχρωμων, ομοφυλόφιλων κ.λπ.), καθώς επίσης και το κίνημα των Πράσινων.
Τα κινήματα ταυτότητας (identity movements) αποτελούν παραφυάδα των «νέων» κοινωνικών κινημάτων που έφτασαν στην ακμή τους τη δεκαετία του 70’ και άρχισαν να παρακμάζουν από τα μέσα της δεκαετίας του 80’, όταν άρχισαν να εφαρμόζουν τις λεγόμενες «πολιτικές ταυτότητας», δηλαδή το είδος των μεταμοντέρνων πολιτικών που συνεπάγεται μία επικέντρωση στα θέματα κουλτούρας και ταυτότητας και αντίστοιχη απομάκρυνση από τα γενικότερα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά ζητήματα. Η μεταστροφή των εν δυνάμει αντισυστημικών κινημάτων σε ρεφορμιστικά υπήρξε ιδιαίτερα χτυπητή όσον αφορά τα φεμινιστικά κινήματα και τα κινήματα των Πράσινων. Παρ’ όλο που και τα δύο ξεκίνησαν ως ριζοσπαστικά κινήματα της νεωτερικότητας, με «καθολικά» αιτήματα αλλαγής της κοινωνίας ως του μοναδικού δρόμου για την κατάργηση της κυριαρχίας του άνδρα πάνω στη γυναίκα και τη φύση, η άνοδος της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, δηλαδή της νεοφιλελεύθερης μορφής της νεωτερικότητας, δημιούργησε τις συνθήκες ώστε τα συντηρητικά ρεύματα στο εσωτερικό των κινημάτων αυτών να γίνουν κυρίαρχα και να τα μεταστρέψουν στα σημερινά «μερικοποιημένα» ρεφορμιστικά κινήματα «ταυτότητας».
Οι κυρίαρχες τάσεις στο Πράσινο κίνημα σήμερα δεν αμφισβητούν τους θεμελιακούς θεσμούς της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» αλλά, αντίθετα, είτε υιοθετούν ένα μείγμα από τις στρατηγικές των ρεφορμιστών σοσιαλδημοκρατών και των υποστηρικτών της κοινωνίας των πολιτών (Ευρώπη), είτε, εναλλακτικά, υπογραμμίζουν τη σημασία της αλλαγής των πολιτισμικών αξιών, τις οποίες θεωρούν ότι υπόκεινται σε αλλαγή ακόμα και εντός του σημερινού θεσμικού πλαισίου και έξω από ένα αντισυστημικό κίνημα (Η.Π.Α.). Επομένως, το Πράσινο κίνημα έχει εγκαταλείψει κάθε αντισυστημικό ή απελευθερωτικό ρόλο και είναι, σήμερα, άμεσα ή έμμεσα, ρεφορμιστικό. Άμεσα, στην περίπτωση των κοινοβουλευτικών Πράσινων κομμάτων και των κοκκινοπράσινων οργανώσεων και, έμμεσα, στην περίπτωση κινημάτων όπως η βαθιά οικολογία, τα οποία δίνουν έμφαση στη «ψυχική αλλαγή έναντι των πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών, και την καλλιέργεια μιας ευλαβικής συνειδητοποίησης ή ευαισθησίας για τον φυσικό κόσμο, αντί για την οργάνωση και την οικοδόμηση του κινήματος».[13]
Επίσης, με τον ίδιο τρόπο που η νίκη των «realos» πάνω στους «fundis» (δηλαδή των «ρεαλιστών» κατά των «φονταμενταλιστων») οδήγησε στο τέλος του Πράσινου κινήματος ως ενός εν δυνάμει αντισυστημικού κινήματος, η νίκη των «από μέσα» (δηλαδή των φιλελεύθερων φεμινιστικών ομάδων που έχουν στόχο την κατάκτηση θέσεων και εξουσίας «από μέσα» στο σύστημα) πάνω στους «απέξω» (δηλαδή των αυτόνομων γυναικείων κινημάτων που εχουν στόχο την επαναστατική αλλαγή) οδήγησε στο τέλος των φεμινιστικών κινημάτων ως ενός εν δυνάμει αντισυστημικού κινήματος. Επιπλέον, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η γενική παρακμή της Αριστεράς, η οποία άρχισε στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, οδήγησε πολλούς αναρχικούς να αντικαταστήσουν την πολιτική με τον τρόπο ζωής (lifestyle) και την ορθολογική ανάλυση με την «πνευματικότητα», η παρακμή των φεμινιστικών κινημάτων οδήγησε πολλές φεμινίστριες να αντικαταστήσουν το ριζοσπαστικό φεμινισμό με τον «πολιτιστικό φεμινισμό», και τον ορθολογισμό με το σπιριτουαλισμό. Ταυτόχρονα, ο οικοφεμινισμός, που έχει ιδιαίτερα μεγάλη επιρροή μεταξύ των ριζοσπαστών φεμινιστριών, όχι μόνο υιοθετεί μία αντι-βιομηχανική αντί για μία αντι-καπιταλιστική ανάλυση, αλλά υποστηρίζει, επίσης, ένα είδος ουτοπικού ρεφορμισμού που στοχεύει στη μεταρρύθμιση του σημερινού συστήματος, με στόχο την επικράτηση των λεγόμενων «δραστηριοτήτων επιβίωσης» (subsistence activities), οι οποίες, στον μεν Βορρά, αναφέρονται σε life style δραστηριότητες και εύκολα περιθωριοποιούμενες κομμούνες, ενώ στο Νότο σε δραστηριότητες που είναι κυρίως κατάλοιπα της προμοντέρνας κοινωνίας ―τα οποία βαθμιαία εξαφανίζονται κάτω από την πίεση της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.[14]
Το κίνημα των πολιτικών ταυτότητας είναι, σήμερα, η κατ’ εξοχήν μορφή μεταμοντέρνας πολιτικής, καθώς οι πολιτικές της προώθησης των ειδικών συμφερόντων συγκεκριμένων ομάδων (φεμινίστριες, ομοφυλόφιλοι, εθνικές μειονότητες κ.ο.κ.) ταιριάζουν απόλυτα με τον αντικαθολικό χαρακτήρα της μεταμοντέρνας θεωρίας. Έτσι, τα σημερινά κινήματα «ταυτότητας», παρά τη ριζοσπαστική κριτική που ασκούν ενάντια σε συγκεκριμένες ιεραρχικές δομές (όπως αυτές που βασίζονται στο φύλο, τη φυλή, τη σεξουαλική καταπίεση και την καταπίεση των μειονοτήτων), δεν προώθησαν ποτέ ένα περιεκτικό πολιτικό πρόταγμα για συστημική αλλαγή -η αποσπασματική φύση τους δεν επιτρέπει άλλωστε ένα τέτοιο πρόγραμμα- αλλά, αντίθετα, προώθησαν ζητήματα κουλτούρας και προσωπικής ταυτότητας.
Ερχόμενοι τώρα στις μεταμοντέρνες στρατηγικές, η μεταμοντέρνα στρατηγική των συμμαχιών  είναι σήμερα η κύρια μορφή πολιτικής της Αριστεράς. Το σκεπτικό πίσω από τη στρατηγική αυτή βασίζεται στην πεποίθηση ότι οι συμμετέχοντες σε καθολικά κινήματα, όπως το Μαρξιστικό, δεν έχουν κύρος ως ξεχωριστή κατηγορία κοινωνικής ύπαρξης, ενώ, αντίθετα, οι συμμετέχοντες σε «τοπικούς» αγώνες μπορούν να υπερασπιστούν την έννοια ότι, στην πραγματικότητα, τα άτομα αποτελούνται από ένα συνολικό άθροισμα «υποκειμενικών θέσεων» και, ταυτόχρονα, να διαφυλάξουν την έννοια ότι [τα άτομα] είναι μέρος ενός ευρύτερου αγώνα για τον αυτοκαθορισμό και την ισότητα. Είναι φανερό, ωστόσο, ότι η έλλειψη οποιουδήποτε κοινού αντισυστημικού στόχου, σε συνδυασμό με τη σύνθεση των συμμαχιών αυτών που αναπόφευκτα αποτελείται από ετερογενή κινήματα με συχνά αλληλοσυγκρουόμενους στόχους, οδηγεί μοιραία τα κινήματα αυτά στο να ακολουθούν την πεπατημένη οδό των ρεφορμιστικών πολιτικών, οι οποιες είναι απελπιστικά ανεπαρκείς για να αντιμετωπίσουν την πολυδιάστατη κρίση που αντιμετωπίζουμε σήμερα στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση των συμμαχιών του «κινήματος» κατά της παγκοσμιοποίησης, ή των κινημάτων κατά του νεοφιλελευθερισμού.
Είναι σαφές επομένως ότι η στρατηγική συμμαχιών και συνασπισμών ανάμεσα σε ετερογενείς ομάδες, την οποία υιοθετούν οι υποστηρικτές της στρατηγικής αυτής, αναπόφευκτα οδηγεί σε μία θεμελιακή έλλειψη ενότητας, ακόμα και για βραχυπρόθεσμους στόχους. Αυτό φανερώνει και το γεγονός ότι ο μοναδικός κοινός στόχος όσων υποστηρίζουν τέτοιες συμμαχίες είναι αρνητικού χαρακτήρα («κατά» της παγκοσμιοποίησης, ή «κατά» του νεοφιλελευθερισμού), χωρίς κανένα όραμα για μία μελλοντική κοινωνία και για μία μακροπρόθεσμη στρατηγική. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι, δεδομένου πως το ζήτημα της καθολικής κοινωνικής αλλαγής ούτε καν θίγεται από τους υποστηρικτές της στρατηγικής αυτής, η προοπτική της περιορίζεται στο ενδεχόμενο να επιτευχθούν κάποιες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις μέσα στο υπάρχον σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας».
Παρόμοια, η πολιτική της «ριζοσπαστικής δημοκρατίας» στοχεύει στην υιοθέτηση των «νέων κοινωνικών κινημάτων»/κινημάτων ταυτότητας, ως πολλαπλών πηγών «ριζοσπαστικής» αλλαγής που μπορούν να οδηγήσουν στην «ριζοσπαστική δημοκρατία» και, συγχρόνως να ενσωματώσουν τις «πολιτικές της διαφορετικότητας». Ωστόσο, όπως δείχθηκε αλλού[15] η έννοια της ριζοσπαστικής δημοκρατίας, στη πραγματικότητα, συνεπάγεται απλώς μία διαδικασία «επέκτασης και εμβάθυνσης» της σημερινής πολιτικής και οικονομικής «δημοκρατίας», η οποία βασίζεται στο διαχωρισμό της κοινωνίας από την πολιτεία και τη Φύση μέσα σε ένα σύστημα που θεμελιώνεται στην οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία».
Όπως όμως δείξαμε στο προηγούμενο τεύχος, ο πραγματικά ριζοσπαστικός στόχος σήμερα είναι η πάλη για τη δημιουργία ενός νέου αντισυστημικού κινήματος που θα επιδιώκει την ισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής δύναμης/εξουσίας. Αυτό συνεπάγεται την ανάγκη για μία νέα απελευθερωτική πολιτική, όπως είναι αυτή που προτείνεται από το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας (ΠΔ), που θα αποτελεί τη σύνθεση των «καθολικών» πολιτικών που χαρακτήριζαν τα ριζοσπαστικά κινήματα της νεωτερικότητας, και των «πολιτικών της διαφορετικότητας» που ήρθαν στο προσκήνιο το τελευταίο τέταρτο του αιώνα με την ανάδυση των «νέων κοινωνικών κινημάτων». Το παράδειγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας όχι μόνο αναγνωρίζει τις διαφορετικές ταυτότητες των κοινωνικών ομάδων που αποτελούν τις διάφορες κοινωνικές υπο-ολότητες, αλλά, ταυτόχρονα, εντοπίζει τις διαφορές αυτές στα πλαίσια ενός συνολικού κοινωνικοοικονομικού συστήματος το οποίο θεσμοποιεί τη συγκέντρωση δύναμης/εξουσίας, τόσο μεταξύ όσο και εντός των διάφορων κοινωνικών ομάδων. Έτσι, ενώ στο μεταμοντερνιστικό παράδειγμα ο «μερικοποιημένος» χαρακτήρας των τοπικών αγώνων γύρω από τις ταυτότητες καθορίζεται από τις ιεραρχικές δομές που βασίζονται στη ταυτότητα, στο παράδειγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας ο «καθολικός» χαρακτήρας της σημερινής Κοινωνικής Πάλης καθορίζεται από τη συγκέντρωση δύναμης/εξουσίας σε όλες της τις μορφές, ως αποτέλεσμα των εξουσιαστικών σχέσεων και δομών  που επικρατούν.
Στο πρόταγμα της ΠΔ, αντί για συμμαχίες και συνασπισμούς μεταξύ ομάδων που δεσμεύονται σε «μονοθεματικές» πολιτικές,[16] προτείνεται η οικοδόμηση ενός μαζικού προγραμματικού πολιτικού κινήματος το οποίο θα συνενώσει, στη βάση ενός κοινού παραδείγματος, όλα τα μέλη των κοινωνικών ομάδων που εν δυνάμει αποτελούν το θεμέλιο για ένα νέο απελευθερωτικό υποκείμενο. Η στρατηγική της ΠΔ βασίζεται στη ρητή αναγνώριση των πολλαπλών «υποκειμενικών τοποθετήσεων» των ατόμων που συμμετέχουν στις διάφορες κοινωνικές ομάδες.[17] Υποστηρίζει, επομένως,  τους τοπικούς αγώνες –προϋποτιθεμένου όμως ότι οι αγώνες αυτοί είναι οργανικό τμήμα ενός πολιτικού κινήματος για αντισυστημική κοινωνική αλλαγή, στη βάση ενός περιεκτικού προγράμματος για συστημική αλλαγή που επανενσωματώνει την οικονομία, την πολιτεία και τη Φύση στην κοινωνία, μέσω της θεσμοθέτησης των αναγκαίων (αλλά όχι ικανών) συνθηκών για την ισοκατανομή της δύναμης/εξουσίας σε όλα τα επίπεδα.


2. Παλιές και νέες "αντισυστημικές" στρατηγικές

Το κοινό χαρακτηριστικό των αντισυστημικών στρατηγικών είναι ότι όλες στοχεύουν, μέσω μιας επαναστατικής αλλαγής (βίαιης ή ειρηνικής), σε ένα «συστημικό» μετασχηματισμό της κοινωνίας, κάτι που συνεπάγεται την αντικατάσταση των σημερινών πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών θεσμών με νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Έχοντας εξετάσει τη στρατηγική της Περιεκτικής Δημοκρατίας στο προηγούμενο τεύχος, θα εξετάσουμε εδώ τις κύριες, παλιές και νέες, αντισυστημικες στρατηγικές, δηλαδή τη στρατηγική των σοσιαλιστών κρατιστών, τη στρατηγική του αντάρτικου, τη στρατηγική των ελευθεριακών σοσιαλιστών και τη στρατηγική του ελευθεριακού κοινοτισμού. 

Η στρατηγική των σοσιαλιστών κρατιστών: «επανάσταση από τα πάνω»

Η στρατηγική αυτή είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν του νεωτερικότητας και της  συνειδητοποίησης των ακτιβιστών στα μέσα του 19ου αιώνα, οι οποίοι αφομοίωσαν τα μαθήματα τα οποία διδάχτηκαν οι καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες από την καταστολή των εξεγέρσεων του 1848 ότι οι «αυθόρμητες» εξεγέρσεις δεν μπορούν να οδηγήσουν σε συστημικό μετασχηματισμό. Ήταν αυτή ακριβώς η συνειδητοποίηση που οδήγησε στη δημιουργία των πρώτων οργανωμένων αντισυστημικών κινημάτων.[18]  Η μαρξιστική-λενινιστική παράδοση σοσιαλιστικού κρατισμού αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα στρατηγικής που στοχεύει σε μία «επανάσταση από τα πάνω» και παρά τις προσπάθειες των σημερινών μαρξιστών να διαφοροποιήσουν τον Marx από τον Lenin στο ζήτημα της στρατηγικής, στην πραγματικότητα, στοιχεία του λενινιστικού ολοκληρωτισμού που κορυφώθηκαν με τον σταλινισμό μπορούν να εντοπιστούν και στην ίδια τη σκέψη του Marx. Αυτό γίνεται φανερό αν λάβει κανείς υπόψη του δύο κρίσιμα χαρακτηριστικά του θεωρητικού συστήματος του Marx τα οποία πρώτα επικρίθηκαν (αν και όχι με συστηματικό και συνεπή τρόπο)  από τον Bakunin. 
Το πρώτο ήταν το «κομμουνισμός-μέσω-του-κρατικιστικού σοσιαλισμού» χαρακτηριστικό της μαρξιστικής στρατηγικής που συνεπαγόταν την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας από ένα νικηφόρο προλεταριάτο και την εγκαθίδρυση ενός προλεταριακού κράτους το οποίο τελικά θα οδηγούσε σε μία κομμουνιστική κοινωνία. Ωστόσο, σύμφωνα με την προβληματική αυτή, η κομμουνιστική κοινωνία δεν ήταν εφικτή, προτού η γοργή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (την οποία θα επέφερε η κοινωνικοποίηση των σχέσεων παραγωγής), είχε ήδη οδηγήσει στην κατάργηση της σπάνεως και του καταμερισμού εργασίας, καθώς και στον μαρασμό του κράτους. Όμως, η μαρξιστική κατάργηση της σπάνεως[19] είναι στην πραγματικότητα ένας μύθος που εξαρτάται από έναν αντικειμενικό ορισμό των «αναγκών», ο οποίος δεν είναι ούτε εφικτός ούτε επιθυμητός. Είναι ένας μύθος που, σε μία σοσιαλιστική κοινωνία, μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τις ελίτ που ελέγχουν την κρατική μηχανή προκειμένου να διατηρήσουν επ’ αόριστο την κρατική εξουσία και γενικότερα τις εξουσιαστικές δομές και σχέσεις. Επιπλέον, είναι αδιανόητο ότι ένα κράτος (που σαν κάθε κράτος αντιπροσωπεύει την κορύφωση του διαχωρισμού της πολιτείας από την κοινωνία), έστω και αν είναι προλεταριακό,  θα πρωτοστατήσει στην ίδια του την κατάργηση!
Το δεύτερο ήταν η εξίσου αβάσιμη προσπάθεια[20] των μαρξιστών να μετατρέψουν το σοσιαλιστικό πρόταγμα σε μία «αντικειμενική» επιστήμη της κοινωνικής αλλαγής, πράγμα που θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει ―όπως και έγινε στην περίπτωση του Lenin― στο συμπέρασμα σχετικά με την ανάγκη η σοσιαλιστική συνειδητοποίηση να προέρχεται «απέξω». Και αυτό, διότι η επιστημονική συνειδητοποίηση στη προβληματική αυτή αναπτύσσεται ανεξάρτητα από το κοινωνικό κίνημα που οδηγεί στο σοσιαλισμό και πρέπει, επομένως, να εισαχθεί στο κίνημα «απέξω». Εντούτοις, για τον Marx, υποτίθεται ότι τέτοιο πρόβλημα δεν  προκύπτει διότι η επιστήμη θεωρείται ως η ενότητα της θεωρίας με την πράξη που όχι μόνο ερμηνεύει την πραγματικότητα αλλά, επίσης, γίνεται μέρος της δύναμης που τη μεταβάλλει, μέρος της πράξης, δηλαδή του συνειδητού καθορισμού της διαμόρφωσης της ιστορίας. Με αυτή την έννοια, η επιστήμη ταυτίζεται με το ίδιο το κίνημα που υιοθετεί τη θεωρία σαν δική του. Όπως, όμως, έχουν δείξει αρκετοί μαρξιστές συγγραφείς,[21] στη περίπτωση αυτή ο μαρξισμός μετασχηματίζεται σε θεολογία. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τη κριτική αυτή, για να διατηρήσει ο μαρξισμός τον «επιστημονικό» χαρακτήρα του δεν πρέπει να βλέπει την πρακτική ότι δημιουργεί την αλήθεια αλλά ότι απλώς την διαπιστώνει. Αλλά, τότε, η επιστημονική συνειδητοποίηση προκύπτει ανεξάρτητα από το κοινωνικό κίνημα που οδηγεί στο σοσιαλισμό και, επομένως, πρέπει να εισαχθεί στο κίνημα από τα έξω. Έτσι, όπως σημειώνει ο Kolakowski,[22] αναπόφευκτα «θα καταλήξουμε στο ίδιο συμπέρασμα με  τον Lenin».
Η λενινιστική στρατηγική βασιζόταν στη σιωπηρή υπόθεση[23] ότι η αλλαγή στο κοινωνικό παράδειγμα ―ακόμα και μεταξύ μιας μειοψηφίας του πληθυσμού, δηλαδή της πρωτοπορίας του προλεταριάτου (οργανωμένης στο κομμουνιστικό κόμμα και εφοδιασμένης με την «επιστήμη» του σοσιαλισμού, το μαρξισμό)― θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ο καταλύτης που θα φέρει τη σοσιαλιστική επανάσταση. Έτσι, για τον Lenin,[24]  οι εργάτες δεν είναι ικανοί από μόνοι τους να αναπτύξουν μία επιστημονική θεωρία του σοσιαλισμού, αποστολή που ιστορικά έχει αφεθεί στους διανοούμενους. Ωστόσο, όπως σημείωσε ο Marcuse, η προβληματική αυτή εύκολα καταλήγει οι φρουροί της επιστημονικής ορθοδοξίας, το κόμμα, ή μάλλον η κομματική ηγεσία, να εμφανίζεται «ως η ιστορική παρακαταθήκη των ‘πραγματικών’ συμφερόντων του προλεταριάτου».[25]  Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι, όπως εύστοχα επισημαίνει ο ίδιος συγγραφέας, «μία ευθεία οδός φαίνεται να συνδέει τη ‘συνειδητοποίηση από τα έξω’ του Lenin, και την αντίληψή του για ένα συγκεντρωτικό αυταρχικό κόμμα, με το σταλινισμό».[26]
Η Ιστορία έχει επιβεβαιώσει ότι αυτή η στρατηγική μπορεί να οδηγήσει μόνο σε νέες ιεραρχικές δομές, καθώς η πρωτοπορία της εργατικής τάξης μετατρέπεται τελικά στη νέα άρχουσα ελίτ.[27] Αυτό ήταν το βασικό μάθημα από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», η οποία έδειξε ξεκάθαρα ότι όταν μία μειοψηφία οργανώνει την επανάσταση και στη συνέχεια φέρνει σε πέρας το πρόγραμμά της είναι καταδικασμένη να καταλήξει σε νέες ιεραρχικές δομές, αντί για μία κοινωνία όπου καταργείται η συγκέντρωση εξουσίας. Στην πράξη, ο συνδυασμός της μαρξιστικής μετατροπής του σοσιαλιστικού προτάγματος σε μία «αντικειμενική» επιστήμη, με τη λενινιστική στρατηγική της οργάνωσης της πρωτοπορίας στη βάση του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» (μία αρχή που διασφαλίζει την εξουσία μιας μικρής κομματικής ελίτ πάνω σε ολόκληρο το κίνημα) αποδείχτηκε ολέθριος, καθώς συνέβαλε αποφασιστικά στην καθιέρωση νέων ιεραρχικών δομών, αρχικά στο σοσιαλιστικό κίνημα και αργότερα γενικά στην κοινωνία.  Είναι, ασφαλώς, ένα ευρέως γνωστό ιστορικό γεγονός ότι τόσο στα προεπαναστατικά μαρξικά κινήματα, όσο και στις μετεπαναστατικές κυβερνήσεις, η δικαιολόγηση της συγκέντρωσης δύναμης στα χέρια της κομματικής ελίτ βασιζόταν στο «γεγονός» ότι μόνο εκείνοι «γνώριζαν» πώς να ερμηνεύουν την ιστορία και να αναλαμβάνουν κατάλληλη δράση προκειμένου να επιταχυνθεί η ιστορική διαδικασία προς το σοσιαλισμό. Δεν προκαλεί επομένως έκπληξη ότι η βάση των νέων ιεραρχικών δομών ήταν ο κοινωνικός διαχωρισμός που δημιουργήθηκε ανάμεσα στην πρωτοπορία, (που, λόγω της γνώσης που κατείχε της «επιστημονικής» αλήθειας που ενσάρκωνε ο μαρξισμός, ήταν η μόνη που βρισκόταν σε αντικειμενική θέση να οδηγήσει το κίνημα) και τις «μάζες».

Η στρατηγική του αντάρτικου

Η μοναδική επιτυχημένη περίπτωση κατάληψης της εξουσίας μέσω μιας στρατηγικής αντάρτικου που επιβιώνει μέχρι σήμερα είναι η περίπτωση της Κούβας, η οποία, σύμφωνα με έναν από τους πρωταγωνιστές της, τον Τσε, «έδειξε καθαρά την ικανότητα του λαού να απελευθερωθεί μέσω του αντάρτικου από μία κυβέρνηση που τους καταπιέζει».[28] Για τον Τσε, η κουβανέζικη στρατηγική του αντάρτικου ήταν σημαντική διότι έδειξε ότι:
Οι λαϊκές δυνάμεις μπορούν να κερδίσουν έναν πόλεμο εναντίον του στρατού.
Δεν είναι απαραίτητο να περιμένει κανείς να υπάρξουν όλες οι συνθήκες για να γίνει η επανάσταση -αυτές μπορούν να δημιουργηθούν μέσα από την ίδια την εξέγερση.
Στην υποανάπτυκτη (Λατινική) Αμερική, η επαρχία είναι η βασική περιοχή για ένοπλο αγώνα
Απορρίπτοντας ρητά την παραδοσιακή μαρξιστική στρατηγική που ακολουθούσαν πολλοί λατινοαμερικάνοι «ψευδοεπαναστάτες», όπως τους αποκαλούσε ο Τσε, η νέα στρατηγική δεν στηριζόταν στην αναμονή μέχρις ότου όλες οι αναγκαίες αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες για την επανάσταση ωριμάσουν μηχανικά, χωρίς καμία προσπάθεια επιτάχυνσής τους. Εντούτοις, ο Che ήταν αρκετά ρεαλιστής ώστε να αναγνωρίσει ότι δεν θα πρέπει κανείς να βιαστεί να συμπεράνει ότι όλες οι επαναστατικές συνθήκες θα δημιουργηθούν απλώς μέσω της ώθησης που δίνει σ’ αυτές η στρατηγική του αντάρτικου. Όπως τόνιζε σχετικά:[29]
θα πρέπει πάντα να λαμβάνει κανείς υπόψη του ότι υπάρχει ένα αναγκαίο μίνιμουμ, χωρίς το οποίο η καθιέρωση και η εμπέδωση του πρώτου κέντρου δεν είναι κατορθωτή. Ο λαός πρέπει να δει ξεκάθαρα το ανώφελο της συνέχισης του αγώνα για κοινωνικούς στόχους στο πλαίσιο της (κανονικής) πολιτικής συζήτησης. Όταν οι δυνάμεις της καταπίεσης διατηρούνται στην εξουσία ενάντια στον κατεστημένο νόμο, η ειρήνη έχει ήδη σπάσει. Σε αυτές τις συνθήκες, η λαϊκή δυσαρέσκεια εκφράζεται με πιο ενεργές μορφές. Η αντιστασιακή συμπεριφορά τελικά αποκρυσταλλώνεται σε ένα μαχητικό ξέσπασμα, που  προκαλείται αρχικά από την συμπεριφορά των αρχών. Εκεί (όμως) όπου η κυβέρνηση έχει πάρει την εξουσία μέσω κάποιας μορφής λαϊκής ψήφου, νοθευμένης ή μη, και διατηρεί έστω μια όψη συνταγματικής νομιμότητας, δεν μπορεί να προωθηθεί το ξέσπασμα αντάρτικου, εφόσον οι πιθανότητες ειρηνικού αγώνα δεν έχουν ακόμη εξαντληθεί.
Είναι, επομένως, φανερό ότι για τον Τσε η στρατηγική του αντάρτικου δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου υπάρχει κάποιο είδος αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας». Αυτή είναι μια σημαντική προϋπόθεση αφού αποκλείει τη χρήση της στρατηγικής αυτής σήμερα σχεδόν παντού, εφόσον, μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», η υπερεθνική ελίτ[30] δεν καταφεύγει πια σε καθαρά δικτατορικά καθεστώτα προκειμένου να αναπαράγει το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, αλλά, αντίθετα, στηρίζεται στο παραδοσιακό πολιτικό της συμπλήρωμα του Βορρά: την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία». Ο συνδυασμός αυτού του πολιτικού συστήματος με τα παντοδύναμα ΜΜΕ (ιδιαίτερα την τηλεόραση που έχει εξαπλωθεί σήμερα σε κάθε γωνία της γης) είναι η πιο αποτελεσματική μέθοδος ελέγχου του πληθυσμού που δημιούργησαν ποτέ οι άρχουσες ελίτ. Στόχος της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» είναι η δημιουργία μιας ψευδούς εντύπωσης λαϊκού ελέγχου, όταν στην πραγματικότητα απλώς διασφαλίζει τη συγκέντρωση πολιτικής δύναμης στα χέρια των τοπικών ελίτ που είναι πιστές στην  υπερεθνική  ελίτ. Από την άλλη πλευρά, ο στόχος των ΜΜΕ είναι η διάδοση σε μαζική κλίμακα των αξιών του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος που νομιμοποιούν την οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία». 
Αυτή η αλλαγή τακτικής από μέρους της υπερεθνικής ελίτ είναι η προφανής εξήγηση της σημερινής παρακμής των αντάρτικων κινημάτων, ακόμα και στη Λατινική Αμερική, δηλαδή την ίδια τη γενέτειρα της στρατηγικής του αντάρτικου. Επιπρόσθετα, όπως έδειξε και η περίπτωση της Νικαράγουα (αλλα και η περίπτωση του Αφγανιστάν σήμερα), η υπερεθνική ελίτ είναι ικανή, μέσω της χρηματοδότησης και εξοπλισμού κάποιου είδους «αντι-αντάρτικου» στρατού (contras), σε συνδυασμό με τη φονική δύναμη αέρος που διαθέτει ―αν χρειαστεί― να επιφέρει την πτώση οποιουδήποτε καθεστώτος που δεν είναι της αρεσκείας της. Ιδιαίτερα, μάλιστα, αν το καθεστώς αυτό δεν απολαμβάνει της ενεργούς υποστήριξης της πλειοψηφίας του πληθυσμού –κάτι που στη περίπτωση ενός καθεστώτος που επιβλήθηκε μετά από ανταρτοπόλεμο είναι πολύ πιθανό αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η στρατηγική αυτή, από μόνη της, είναι ασύμβατη με τη διαδικασία δημιουργίας μιας νέας δημοκρατικής συνειδητοποίησης, λόγω της αναγκαίας ιεραρχικής δομής της μιλιταριστικής οργάνωσης που απαιτείται για τη διεξαγωγή του πόλεμου αυτού. Η μοιραία συνέπεια είναι η δημιουργία  μίας οργανωτικής δομής που, όταν πάρει την εξουσία, αναγκαστικά οδηγεί σε νέες εξουσιαστικές δομές και σχέσεις ανισότητας. Αυτή είναι η περίπτωση, για παράδειγμα, σε σχέση με τα ελάχιστα εναπομείναντα αντάρτικα κινήματα σήμερα, του FARC στην Κολομβία.
Εντούτοις, υπάρχει επίσης η περίπτωση των Ζαπατίστας, η οποία, όπως επιχειρηματολογεί ο Iain Watson,[31] βασικά «αντιπροσωπεύει μία πολιτική αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση που καλλιεργεί ένα πρόταγμα ριζοσπαστικής δημοκρατίας». Ωστόσο, όπως είδαμε παραπάνω, η αντίληψη της ριζοσπαστικής δημοκρατίας είναι τόσο ανιστορική όσο και ουτοπική με την αρνητική έννοια του όρου, εφόσον, αντί να στοχεύει στη δημιουργία ενός νέου θεσμικού πλαισίου για να αντικαταστήσει το σημερινό που έχει χρεοκοπήσει, προτείνει απλώς το «βάθεμα» της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» -ή, όπως το θέτει ο Marcos των Ζαπατίστας που προτείνει μία αντίστοιχη σύλληψη- τη δημιουργία μιας «περισσότερο ισορροπημένης» αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που θα «εμπλουτίζεται» με αρχές άμεσης δημοκρατίας,[32] καθώς και μία «διαφορετική» παγκοσμιοποίηση μέσω της εισαγωγής κοινωνικών ελέγχων στην οικονομία της αγοράς. Είναι φανερό ότι οι στόχοι αυτοί των Ζαπατίστας απέχουν πολύ από το στόχο της δημιουργίας νέων θεσμών για την αντικατάσταση του σημερινού χρεοκοπημένου θεσμικού πλαισίου. Ωστόσο, το ίδιο το γεγονός ότι τόσο το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης (στο βαθμό που κυριαρχείται από τα ρεφορμιστικά ρεύματα στο εσωτερικό του ― ATTAC κ.λπ.), όσο και το ίδιο το κίνημα των Ζαπατίστας δείχνουν σήμερα σαφή σημάδια περιθωριοποίησης, ή χειρότερα,  αφομοίωσης στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο, κάνει φανερό πόσο… «αποτελεσματική» μπορεί να είναι στο να αλλάξει τον ρουν της  νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης μία πολιτική αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση που βασίζεται σε αντιλήψεις ριζοσπαστικής δημοκρατίας ― πόσο μάλλον στο να λειτουργήσει ως μεταβατική στρατηγική προς μία εναλλακτική κοινωνία! Όχι άστοχα, σχετική ανάλυση[33] όχι μόνο δεν κατατάσσει τους Ζαπατίστας στα αντισυστημικά κινήματα, αλλά και τους αποκαλεί «τον πρώτο μεταμοντέρνο αντάρτικο στρατό που εμφανίστηκε ποτέ», με δεδομένο ότι οι πολιτικές τους ταιριάζουν απόλυτα τόσο με τον «μερικοποιημένο» χαρακτήρα της μεταμοντέρνας πολιτικής, ως της πολιτικής που προωθεί τα ιδιαίτερα συμφέροντα συγκεκριμένων ομάδων (εθνικών μειονοτήτων σε αυτή την περίπτωση), όσο και με την αντίθεση στο νεοφιλελευθερισμό, ως απλώς ένα είδος «κακής πολιτικής» και όχι ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς.


Η στρατηγική των ελευθεριακών σοσιαλιστών: «επανάσταση από τα κάτω» 

Η διάσπαση των σοσιαλιστών τον 19ο αιώνα, που έφτασε στο αποκορύφωμά της με τη διένεξη μεταξύ του Marx και του Bakunin στην Πρώτη Διεθνή, οδήγησε στην εμφάνιση της στρατηγικής των σοσιαλιστών κρατιστών που εξετάσαμε παραπάνω και της στρατηγικής των ελευθεριακών σοσιαλιστών. Σήμερα, σχεδόν ενάμιση αιώνα από αυτή τη διαμάχη, το κρατικιστικό σοσιαλιστικό πρόταγμα είναι σε ερείπια, μετά από την κατάρρευση και των δύο εκδοχών του, δηλαδή της ρεφορμιστικής σοσιαλδημοκρατίας στη Δύση και του επαναστατικού σοσιαλιστικού κρατισμού στην Ανατολή. Από την άλλη μεριά, παρά το γεγονός ότι ο ελευθεριακός σοσιαλισμός δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί στη πράξη (η πιο σοβαρή προσπάθεια εφαρμογής των αρχών του κατά τη διάρκεια του Ισπανικού εμφύλιου πολέμου στραγγαλίστηκε από τις φασιστικές ορδές που ενεργούσαν με την ανοχή των δυτικών «δημοκρατιών»), η κατάρρευση της κρατικίστικης εκδοχής του σοσιαλισμού δεν οδήγησε σε μία αναβίωση της ελευθεριακή εκδοχής του. Αντίθετα, το θεσμικό πλαίσιο που ορίζεται από τη νεωτερικότητα (δηλαδή την οικονομία της αγοράς και τη φιλελεύθερη «δημοκρατία») έχει γίνει καθολικό και, συνακόλουθα, η χρόνια πολυδιάστατη κρίση (πολιτική, οικονομική, οικολογική, κοινωνική και πολιτισμική) που προέκυψε με την ανάδυση αυτού του θεσμικού πλαισίου έχει επίσης καθολικευθεί και επιδεινωθεί.
Η στρατηγική των ελευθεριακών σοσιαλιστών συνεπάγεται μία «επανάσταση από τα κάτω». Ως τέτοια, στοχεύει σε συστημική αλλαγή μέσω της κατάργησης της κρατικής εξουσίας και της δημιουργίας ομοσπονδιών από ενώσεις εργατών ή από κομμούνες/κοινότητες. Οι διάφορες τάσεις μέσα στο αναρχικό κίνημα (αναρχοσυνδικαλιστικές έναντι κομμουναλιστικών) στοχεύουν στην επανάσταση προκειμένου να καταλύσουν την κρατική εξουσία και να μετασχηματίσουν την κοινωνία «από τα κάτω», σε αντίθεση με τους σοσιαλιστές κρατιστές που στοχεύουν στο να καταλάβουν την κρατική εξουσία και να μετασχηματίσουν την κοινωνία «από τα πάνω».  

α. Αναρχοσυνδικαλισμός

Η αναρχοσυνδικαλιστική προσέγγιση υποστήριζε την άμεση δράση από πλευράς εργατικής τάξης προκειμένου να καταλυθεί η καπιταλιστική τάξη, συμπεριλαμβανομένου του κράτους, και να καθιερωθεί στη θέση της μία νέα κοινωνική τάξη που θα θεμελιωνόταν στις εργατικές συλλογικότητες μέσα στις παραγωγικές μονάδες. Η θέση αυτή για τη στήριξη  στην άμεση βιομηχανική δράση ήταν απόρροια τόσο της απόρριψης των μεταρρυθμίσεων που επιτυγχάνονται μέσω του κράτους (το οποίο εθεωρείτο απλό εξάρτημα του καπιταλιστικού συστήματος), όσο και της πρακτικής άποψης ότι ενώ μέσα στο εργοστάσιο οι παρόμοιες συνθήκες εργασίας έδιναν στους εργάτες ένα αίσθημα αλληλεγγύης, έξω από το εργοστάσιο ήταν πιθανό να αναδυθούν  πολιτικές διαφορές ανάμεσα στους εργάτες που θα εμπόδιζαν την μαζική δράση. Οι αναρχοσυνδικαλιστές επιχειρηματολογούσαν υπέρ μιας αγωνιστικής μορφής εργατικών συνδικάτων, τα οποία θα πάλευαν για την καταστροφή του καπιταλισμού και του κράτους και θα στόχευαν στην κατάληψη των εργοστασίων και των υπηρεσιών κοινής ωφελείας που, στη συνέχεια, θα αυτό-διευθυνόντουσαν από τους ίδιους τους εργάτες. Σύμφωνα με τη στρατηγική αυτή, για να διασφαλιστεί η  διαρκής και εντεινόμενη εργατική αγωνιστικότητα έπρεπε να ενθαρρύνεται με κάθε τρόπο η ατμόσφαιρα αδιάκοπης σύγκρουσης, αποκορύφωμα της οποίας θα ήταν η γενική απεργία. 
Εντούτοις, μολονότι αρκετές γενικές απεργίες με περιορισμένους όμως στόχους έγιναν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα στη Γαλλία και αλλού με διαφορετικούς βαθμούς επιτυχίας, η αποφασιστική γενική απεργία που θα στόχευε στην ανατροπή της αστικής τάξης με ένα καίριο χτύπημα (όπως πρόβλεπε η αναρχοσυνδικαλιστική στρατηγική) δεν αποτολμήθηκε ποτέ. Έτσι, το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα, μετά την άνθησή του κυρίως στη Γαλλία μεταξύ του 1900 και του 1914, αλλά σε σημαντική κλίμακα και στην Ισπανία, την Ιταλία, την Αγγλία, τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και αλλού, είχε ήδη  μαραθεί στις αρχές του δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.
Η μείζων προσπάθεια για επανάσταση από τα κάτω που επιχειρήθηκε στην προπολεμική Ισπανία οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο, όπου τα ανώτερα μέσα, η οργάνωση και η αποδοτικότητα του φασιστικού εχθρού (καθώς και των σοσιαλιστών κρατιστών οι οποίοι υπονόμευαν με κάθε δυνατό τρόπο τους ελευθεριακούς σοσιαλιστές) οδήγησε στην καταστολή των ελευθεριακών σοσιαλιστών. Αντίστοιχα, η μοναδική σημαντική προσπάθεια επανάστασης από τα κάτω που έγινε στη μεταπολεμική περίοδο, τον Μάη του 68, κατέληξε σε μία αποτυχημένη προσπάθεια για συστημική αλλαγή, με τους σοσιαλιστές κρατιστές (επαναστάτες ή ρεφορμιστές) τελικά να επικρατούν έναντι των ελευθεριακών.
Ανάλογα, θα μπορούσε κανείς εύκολα να προβλέψει ότι η εξεγερτική κατάσταση που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια στην Αργεντινή δεν μπορεί να οδηγήσει σε συστημική αλλαγή προς μία πραγματική πολιτική και οικονομική δημοκρατία. Αντίθετα, η απουσία ενός μαζικού δημοκρατικού αντισυστημικού κινήματος μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε ένα νέο λουτρό αίματος οργανωμένο από ένα προσωρινό στρατιωτικό καθεστώς, ή απλά στη συνέχιση του ίδιου «δημοκρατικού» καθεστώτος που θα συνοδεύεται όμως από μία αλλαγή στο προσωπικό της πολιτικής ελίτ με στόχο την επιβολή πιο ‘ήπιων’ εκδοχών των σημερινών πολιτικών που επιδιώκουν την παραπέρα ενσωμάτωση της Αργεντινής στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.     
Συμπερασματικά, το αναρχοσυνδικαλιστικο κίνημα  είναι σήμερα ουσιαστικά νεκρό, ως συνέπεια της γενικότερης παρακμής του εργατικού κινήματος που ακολούθησε τη συρρίκνωση της εργατικής τάξης στη σημερινή φάση της νεωτερικότητας, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.  

β.  Ελευθεριακός Κοινοτισμός

Η στρατηγική του Ελευθεριακού Κοινοτισμού (ΕΚ) εκφράζει την πολιτική της κοινωνικής οικολογίας που θεωρητικοποιήθηκε από τον Murray Bookchin[34] και  πρόσφατα κωδικοποιήθηκε από την Janet Biehl[35]  Δεν θα εξετάσουμε εδώ λεπτομερώς τις φιλοσοφικές και εννοιολογικές διαφορές της κοινωνικής οικολογίας/ΕΚ με το πρόταγμα της ΠΔ[36] αλλά νομίζουμε μία σύντομη περιγραφή αυτών των διαφορών είναι απαραίτητη λόγω της σημασίας τους σε σχέση με τους στόχους και τις στρατηγικές των δύο προταγμάτων.
Όπως τονίστηκε στο βιβλίο Περιεκτική Δημοκρατία, το πρόταγμα για μία δημοκρατική κοινωνία δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε μία εξελικτική διαδικασία κοινωνικής αλλαγής, είτε αυτή είναι τελεολογική (όπως ο διαλεκτικός υλισμός του Marx) είτε μη τελεολογική (όπως ο διαλεκτικός νατουραλισμός του Bookchin). Έτσι, στην προβληματική της ΠΔ, δεν προϋποτίθεται  καμία διαλεκτική διαδικασία που δήθεν θα οδηγήσει σε μία περιεκτική δημοκρατία, αλλά  θεωρείται ότι αυτή θα είναι το αποκλειστικό αποτέλεσμα της αυτόνομης επιλογής και της συνακόλουθης πράξης με βάση κάποιο πολιτικό πρόταγμα. Αντίθετα, στην προβληματική του ΕΚ, η δημοκρατική οικολογική κοινωνία είναι το αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της διαδικασίας Προόδου, η οποία ορίζεται ως «η αυτοκατευθυνόμενη δραστηριότητα της Ιστορίας και του Πολιτισμού προς τον αυξανόμενο ορθολογισμό, την ελευθερία».[37]  Σύμφωνα με τον Bοοkchin, είναι αυτή ακριβώς η διαδικασία Προόδου, η οποία οδηγεί, μέσω της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, σε μία κοινωνία μετά-σπάνεως, μολονότι βέβαια όπως αναγνωρίζει ο ίδιος, η σημερινή τεράστια ανισότητα μεταξύ τάξεων, περιοχών και χωρών που επιβάλλει η καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας δεν επιτρέπει προς το παρόν την πλήρη υλοποίηση του δυναμικού της κοινωνίας μετα-σπάνεως. Ωστόσο, αυτή είναι μία υπόθεση που, όπως υποστηρίχτηκε στο βιβλίο Περιεκτική Δημοκρατία,[38]  είναι τόσο αβάσιμη όσο και ανεπιθύμητη.
Είναι φανερό, ότι αν κανείς υιοθετήσει τον κομμουνιστικό μύθο μιας κοινωνίας μετά-σπάνεως, όπως κάνει η κοινωνική οικολογία, δεν υπάρχει καμία ανάγκη για ένα δημοκρατικό μηχανισμό που θα κατανέμει τους  οικονομικούς πόρους, δηλαδή δεν υπάρχει η ανάγκη μιας οικονομικής δημοκρατίας. Το μόνο που απαιτείται είναι ένα σύνολο ηθικών κανόνων που να κατευθύνει τον καταμερισμό, δηλαδή μία ηθική οικονομία.[39] Αυτός είναι ο λόγος που ο Bookchin δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να προτείνει έναν εναλλακτικό προς την αγορά και τον κεντρικό σχεδιασμό μηχανισμό καταμερισμού των πόρων,[40] επιμένοντας αντίθετα ότι σε μία κομμουνιστική κοινωνία μετά-σπάνεως «η ίδια η ιδέα μιας οικονομίας θα έχει αντικατασταθεί από ηθικές (αντί για παραγωγικές) σχέσεις, (έτσι ώστε) oι εργασιακές μονάδες, τα προυντονιανά συμβόλαια, η ροουλιανή (από τον φιλόσοφο Rawls) δικαιοσύνη και τα όμοιά τους δεν θα έχουν καμία σχέση με τις ηθικές αυτές σχέσεις».[41]  Η αντίληψη, επομένως,  της κοινωνικής οικολογίας για μία δημοκρατική κοινωνία προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιων υλικών συνθηκών για την ελευθερία, εφόσον η είσοδος στο βασίλειο της ελευθερίας εξαρτάται από «αντικειμενικούς» παράγοντες, όπως η άφιξη της μυθικής κατάστασης της υλικής αφθονίας.
Από την άλλη πλευρά, η σύνδεση μεταξύ μετά-σπάνεως και ελευθερίας διαρρηγνύεται στην προβληματική της ΠΔ. Η κατάργηση της σπάνεως και, συνεπώς, του καταμερισμού της εργασίας δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε ικανή συνθήκη για τη δημοκρατία και η ανύψωση του ανθρώπου από το βασίλειο του καταναγκασμού στο βασίλειο της ελευθερίας (όπως αυτό έχει υποτεθεί από τον Αριστοτέλη, μέσω του Locke και του Marx, μέχρι την Arendt και τον Bookchin) αποσυνδέεται από την οικονομική διαδικασία. Ιστορικά, άλλωστε, έχουν υπάρξει αρκετές περιπτώσεις όπου διάφοροι βαθμοί ελευθερίας έχουν επιβιώσει κάτω από συνθήκες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ανήκουσες στο «πεδίο του καταναγκασμού». Επιπλέον, από τη στιγμή που θα σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε τα δύο «βασίλεια» ως αμοιβαίως αποκλειόμενα δεν θα υπάρχει καμία δικαιολογία για οποιαδήποτε απόπειρα κυριαρχίας πάνω στη Φύση ―ένα σημαντικό στοιχείο της μαρξιστικής ιδεολογίας της ανάπτυξης― προκειμένου να εισέλθουμε στο βασίλειο της ελευθερίας.   
Ως αποτέλεσμα αυτών των θεμελιακών φιλοσοφικών διαφορών ανάμεσα στην κοινωνική οικολογία και την προβληματική της ΠΔ ανακύπτουν ορισμένες κρίσιμες διαφορές σε σχέση με τις έννοιες της δημοκρατίας που χρησιμοποιούνται από τα δύο προτάγματα και, συνεπώς, τις στρατηγικές που προτείνουν. Έτσι, η κοινωνική οικολογία/ΕΚ επικεντρώνουν την έννοια της δημοκρατίας στον πολιτικό χώρο αποκλείοντας τα άλλα πεδία. Αυτό είναι αναπόφευκτο αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ο Bookchin χρησιμοποιεί μία στενή αντίληψη του δημόσιου χώρου (σε αντιδιαστολή με τον ιδιωτικό η κοινωνικό χώρο που περικλείει την παραγωγή και την οικονομική ζωή) ο οποίος περιλαμβάνει μόνο το πολιτικό πεδίο (τον χώρο της πραγματικής πολιτικής) και το Κράτος (το χώρο της κρατικής διαχείρισης). Αποτέλεσμα είναι ότι στο σχήμα του ΕΚ δεν υπάρχει καμία αντίληψη οικονομικής δημοκρατίας -κάτι που οδήγησε σε υπαινιγμούς από την πλευρά των σοσιαλιστών κρατιστών ότι ο ελευθεριακός κοινοτισμός στηρίζεται σιωπηρά σε έναν καταμερισμό των πόρων μέσω της αγοράς.[42]  Επιπρόσθετα, στο σχήμα του ΕΚ δεν υπάρχει καμία αντίληψη της «δημοκρατίας στον κοινωνικό πεδίο» (τον τόπο εργασίας, τους εκπαιδευτικούς θεσμούς, το νοικοκυριό κ.λπ.) ―κάτι το οποίο καθιστά το σχήμα του ΕΚ ευάλωτο σε κατηγορίες από φεμινίστριες, κρατιστές σοσιαλιστές και άλλους ότι ουσιαστικά αγνοεί τα ζητήματα των «διαφορών ταυτότητας», καθώς και τις διαφορές μεταξύ των πολιτών ως εργάτες από τη  μια μεριά και των πολιτών ως πολίτες από την άλλη. 
Ο Michael Albert για παράδειγμα (γνωστός κρατιστής σοσιαλιστής που για οπορτουνιστικούς λόγους δεν διστάζει κάποτε να δηλώνει και ελευθεριακός!), ακολουθεί επιθετικά την κριτική αυτή  και κατηγορεί τον ελευθεριακό κοινοτισμό ότι θέτει την πολιτική  επικεφαλής των οικονομικών. Ωστόσο, μολονότι υπάρχει κάποια βάση στην κριτική αυτή δεδομένης της στενής έννοιας του δημόσιου χώρου και της δημοκρατίας που υιοθετεί η κοινωνική οικολογία, σοσιαλιστές κρατιστές όπως ο Albert είναι οι τελευταίοι που θα μπορούσαν να ασκήσουν παρόμοιες κριτικές. Και αυτό, διότι το δικό του πρόταγμα συμμετοχικών οικονομικών (Parecon) χαρακτηρίζεται, πρώτον, από μία εμφανή έλλειψη κατανόησης του νοήματος της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας και, επομένως της ασυμβατότητας της αντιπροσώπευσης (την οποία ο ίδιος υιοθετεί) με τη δημοκρατία.[43] Δεύτερον, το Parecon μοντέλο[44] όχι μόνο συνεπάγεται μία πελώρια γραφειοκρατική δομή που εύστοχα χαρακτηρίστηκε από ελευθεριακούς αναλυτές ως «συμμετοχική γραφειοκρατία», η οποία, σε συνδυασμό με τους πολλαπλούς προτεινόμενους ελέγχους για τον περιορισμό της ατομικής κατανάλωσης, «θα ετοίμαζε το έδαφος για τη διαιώνιση ή την επανεμφάνιση του κράτους»,[45] αλλά συνεπάγεται επίσης ένα σοβαρό περιορισμό της ατομικής αυτονομίας γενικά και της ελευθερίας επιλογής ειδικότερα, ως αποτέλεσμα του ότι βασίζεται αποκλειστικά στο Πλάνο για τον καταμερισμό των πόρων ―κάτι που θα μπορούσε εύκολα να καταλήξει σε ένα νέο τύπο αυταρχισμού.[46]
Από την άλλη μεριά, το πρόταγμα της ΠΔ επεκτείνει τον παραδοσιακό δημόσιο χώρο, ώστε να περιλάβει κάθε περιοχή της ανθρώπινης δραστηριότητας όπου είναι δυνατή μία δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων, δηλαδή το πολιτικό, οικονομικό, οικολογικό και  «κοινωνικό» (όχι με την έννοια του ιδιωτικού) πεδίο.
Έτσι, το πολιτικό πεδίο ορίζεται ως η σφαίρα λήψης των πολιτικών αποφάσεων, ο χώρος όπου ασκείται πολιτική εξουσία, η οποία μπορεί να λάβει τη μορφή είτε της πολιτικής (άμεσης) δημοκρατίας, όπως αυτή ορίζεται από το πρόταγμα της ΠΔ, είτε της αντιπροσωπευτικής (φιλελεύθερης/κοινοβουλευτικής) «δημοκρατίας», όπως συμβαίνει σήμερα.
Αντίστοιχα, το οικονομικό πεδίο ορίζεται ως η σφαίρα λήψης των οικονομικών αποφάσεων, ο χώρος όπου ασκείται οικονομική εξουσία όσον αφορά τις μεγάλες οικονομικές επιλογές που κάθε κοινωνία σπάνεως οφείλει να κάνει, η οποία μπορεί να λάβει τη μορφή είτε της οικονομικής δημοκρατίας, όπως αυτή ορίζεται από το πρόταγμα της ΠΔ, είτε της οικονομίας της αγοράς (όπως συμβαίνει σήμερα), είτε της Σχεδιαζόμενης οικονομίας (όπως συνέβαινε στην περίπτωση του «υπαρκτού σοσιαλισμού»).
Τέλος, το κοινωνικό πεδίο ορίζεται ως η σφαίρα λήψης των «κοινωνικών» (με την ευρεία έννοια του όρου) αποφάσεων, ο χώρος όπου ασκείται «κοινωνική» εξουσία (τόπος εργασίας, τόπος εκπαίδευσης, μέσα μαζικής ενημέρωσης, πολιτισμικά ιδρύματα κ.λπ.), η οποία μπορεί να λάβει τη μορφή είτε της δημοκρατικής διαδικασίας, όπως αυτή ορίζεται από το πρόταγμα της ΠΔ, είτε των ιεραρχικών δομών, όπως συμβαίνει σήμερα.
Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε το «οικολογικό πεδίο», που ορίζεται ως η σφαίρα των σχέσεων ανάμεσα στο φυσικό και τον κοινωνικό κόσμο, η οποία μπορεί να λάβει τη μορφή είτε της επανενσωμάτωσης της κοινωνίας στη φύση, όπως προτείνεται από το πρόταγμα της ΠΔ, είτε της προσπάθειας κυριαρχίας της φύσης, όπως συμβαίνει σήμερα. Οι υπόλοιπες περιοχές δραστηριότητας και ατομικής λήψης αποφάσεων ανήκουν στον ιδιωτικό χώρο.       
Η συνέπεια αυτής της επέκτασης του δημόσιου χώρου είναι ότι η προβληματική της ΠΔ χρησιμοποιεί μία πολυδιάστατη έννοια της δημοκρατίας που εκφράζει τη σύνθεση των δημοκρατικών και σοσιαλιστικών παραδόσεων με τις απαιτήσεις των νέων ριζοσπαστικών κοινωνικών κινημάτων. Έτσι, η πολιτική δημοκρατία, η οικονομική δημοκρατία και η δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο στοχεύουν στην ισοκατανομή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δύναμης/εξουσίας αντίστοιχα, ενώ η οικολογική δημοκρατία στην επανενσωμάτωση της κοινωνίας στη φύση.[47]
Επομένως, παρά τα κοινά στοιχεία που υπάρχουν στα προτάγματα της ΠΔ και του ΕΚ, οι κρίσιμες φιλοσοφικές και εννοιολογικές διαφορές που ανέφερα στην αρχή συνεπάγονται διαφορετικές στρατηγικές για τη μετάβαση σε μία εναλλακτική κοινωνία. Έτσι, η στρατηγική του ΕΚ, όπως αυτή περιγράφεται από τον Bookchin, στοχεύει «στο μετασχηματισμό και τον εκδημοκρατισμό των τοπικών κυβερνήσεων, στη στήριξή τους σε λαϊκές συνελεύσεις, τη σύνδεσή τους σε συνομοσπονδίες, δηλαδή την «ιδιοποίηση’  της περιφερειακής οικονομίας από τις συνομοσπονδιακές και κοινοτιστικές αρχές».[48]  Με άλλα λόγια,  ο στόχος είναι η δημιουργία μιας «δημόσιας σφαίρας και μίας πολιτικής, με την αθηναϊκή σημασία του όρου, που θα αναπτύσσεται σε αντίθεση και, τελικά, σε αποφασιστική σύγκρουση με το κράτος».[49]  Έτσι, στη μεταβατική στρατηγική του ΕΚ δεν υπάρχει προοπτική για το χτίσιμο θεσμών οικονομικής δημοκρατίας και δημοκρατίας στο κοινωνικό πεδίο, ως ένα μέσο δημιουργίας μιας ρήξης με το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα και παραγωγής της «πλειοψηφικής» δημοκρατικής συνειδητοποίησης που θα οδηγήσει σε μία συνομοσπονδιακή Περιεκτική Δημοκρατία. Αντίθετα, ολόκλήρη η στρατηγική του ΕΚ βασίζεται στον αποκλειστικό στόχο της «ανάκτησης του πολιτικού χώρου».[50] Αυτό είναι συνέπεια του γεγονότος ότι το πρόταγμα του ΕΚ στοχεύει στο χτίσιμο μιας πολιτικής δημοκρατίας και όχι μίας Περιεκτικής Δημοκρατίας, όπως συμβαίνει με το πρόταγμα της ΠΔ στο οποίο η πολιτική δημοκρατία είναι μόνο ένα συστατικό της Περιεκτικής Δημοκρατίας. Οι  Bookchin και Biehl είναι απολύτως ξεκάθαροι πάνω σε αυτό όταν δηλώνουν:[51]
Τα κοινοτικά καταστήματα τροφίμων και καφέ, οι κοοπερατίβες, οι κομμούνες, οι κολεκτίβες της παραγωγής και τα όμοιά τους (...) δεν είναι από μόνα τους θεσμοί ελευθεριακού κοινοτισμού αφού ανήκουν περισσότερο στο κοινωνικό πεδίο παρά στο πολιτικό πεδίο. Ούτε, με δεδομένο ότι λειτουργούν μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, μπορεί κανείς να στηριχτεί στη συνέχιση τους ως κοινοτικές/συλλογικές μορφές οργάνωσης. Εντούτοις, μολονότι αληθεύει ότι τέτοιοι εναλλακτικοί οικονομικοί θεσμοί μπορούν εύκολα να περιθωριοποιηθούν ή να ενσωματωθούν στην οικονομία της αγοράς αυτό δεν είναι απαραίτητο να συμβεί ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι δραστηριότητες εκείνων που συμμετέχουν στην ίδρυση και τη λειτουργία τέτοιων θεσμών αποτελούν οργανικό τμήμα μιας συστημικής μεταβατικής στρατηγικής με τους δικούς της στόχους και μέσα και όχι απλά ένα είδος «αναρχισμού του τρόπου ζωής».
Τέλος, η στρατηγική του ΕΚ δεν συνεπάγεται τη δημιουργία μιας εναλλακτικής πολιτικής οργάνωσης, όπως είναι αυτή που περιγράφεται εδώ, και αντίθετα στηρίζεται στη δημιουργία ομάδων με μοναδικό στόχο «την ανάκτηση του πολιτικού πεδίου» λειτουργώντας ως καταλύτες για τη δημιουργία συνελεύσεων πολιτών[52] -ένας τελείως ανεπαρκής στόχος, όχι μόνο για την ανάπτυξη μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας, αλλά ακόμα και για τη δημιουργία μιας «περιεκτικής» δημοκρατικής συνειδητοποίησης.
Συμπερασματικά, η στρατηγική του ΕΚ θα μπορούσε, το πολύ, να δημιουργήσει μία συνειδητοποίηση πολιτικής δημοκρατίας, αλλά όχι οικονομικής και οικολογικής δημοκρατίας, ούτε επίσης μιας δημοκρατίας στο κοινωνικό πεδίο. Η δημιουργία μιας τέτοιας «περιεκτικής» συνειδητοποίησης απαιτεί οι πολίτες να αποκτήσουν προσωπική εμπειρία μίας Περιεκτικής Δημοκρατίας στην πράξη και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν οι πολίτες λαμβάνουν ενεργό μέρος στην καθιέρωση και τη λειτουργία εναλλακτικών πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών θεσμών --και όχι μόνο πολιτικών θεσμών, όπως προτείνει ο ΕΚ.


3. Ενδιάμεσες στρατηγικές

Οι στρατηγικές του «λαΐφ σταΐλ αναρχισμού»  

Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως στρατηγικές του «λαΐφ σταΐλ (τρόπου ζωής) αναρχισμού» όλες εκείνες τις αυθόρμητες ή μη δραστηριότητες στον οικονομικό και ευρύτερο κοινωνικό χώρο, που δεν αποτελούν οργανικό μέρος ενός πολιτικού προτάγματος για συστημική αλλαγή. Τέτοιες δραστηριότητες μπορεί να αφορούν το χτίσιμο κομμούνων ή οικοχωριών, καθώς και την υποστηριζόμενη από την κοινότητα γεωργία, την άμεση ανταλλαγή  αγροτικών προϊόντων, τα σχήματα LETS (για την άμεση ανταλλαγή χωρίς τη μεσολάβηση χρήματος αγαθών και υπηρεσιών), την τοπική οικονομική ανάπτυξη και τις εναλλακτικές τεχνολογίες. Θα μπορούσαμε λοιπόν να κατατάξουμε στους λαΐφ σταΐλ ακτιβιστές όλους εκείνους που ασχολούνται με τέτοιες δραστηριότητες για τις ίδιες τις δραστηριότητες (ακόμα και αν χρησιμοποιούν αντισυστημικά σλόγκαν για να τις δικαιολογήσουν), παρά με τον ρητό στόχο να κτίσουν ένα νέο πολιτικό αντισυστημικό κίνημα με σαφές όραμα για τη μελλοντική κοινωνία και την αντίστοιχη μεταβατική στρατηγική  προς αυτή. Μολονότι ο Bookchin, ο οποίος επινόησε τον όρο «λαΐφ σταΐλ αναρχισμός», δεν περιέγραψε ποιες συγκεκριμένα δραστηριότητες μπορούν να συμπεριληφθούν εδώ, οι παραπάνω δραστηριότητες εμφανίζουν συχνά πολλά από τα χαρακτηριστικά που απέδωσε σε αυτόν: επίθεση κατά της οργάνωσης, του προγράμματος και της σοβαρής κοινωνικής ανάλυσης, καθώς και  της αναγκαιότητας για την οικοδόμηση ενός πολιτικού κινήματος (σε αντιδιαστολή με το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα το οποίο, όταν ήταν στην ακμή του, προσπαθούσε να δημιουργήσει ένα παρόμοιο οργανωμένο κίνημα) και προσπάθεια να επιτευχθεί η κοινωνική αλλαγή «δια του παραδείγματος» και της αντίστοιχης αλλαγής στις αξίες. Το κίνητρο, όπως το περιέγραψε ο Bookchin, πίσω από τέτοιες δραστηριότητες, στην πραγματικότητα, «εκφράζει την προσέγγιση του Foucault για «προσωπική εξέγερση» παρά για κοινωνική επανάσταση».[53]
Τέτοιες δραστηριότητες είναι διαδεδομένες σε χώρες όπως η Βρετανία από τη δεκαετία του 70’, όταν οι ιδέες του Colin Ward (και άλλων γύρω του) γύρω από αυτό που ονόμαζαν «Αναρχία εν Δράσει» -σε τομείς τόσο διαφορετικούς όπως η  σχεδίαση πόλεων, η στέγαση, η εκπαίδευση κλπ- απέκτησαν επιρροή. Αντίστοιχες τάσεις εκφράζονται σήμερα από διάφορα αναρχικά ρεύματα τα οποία εκθειάζουν τις αρετές των κοοπερατίβων, (θεωρώντας τις ως «την πιο σύγχρονη πρακτική εκδήλωση του αναρχισμού» διότι «επιτρέπουν την ενάσκηση του αναρχισμού στην ευρύτερη καπιταλιστική οικονομία»,[54] ή υιοθετούν έναν «πραγματιστικό» αναρχισμό που απορρίπτει τα παραδοσιακά αντισυστημικά αιτήματα των αναρχικών για την κατάργηση της οικονομίας της αγοράς και του χρήματος![55] Εντούτοις, είναι τελείως ανιστορικό να ισχυρίζεται κανείς, όπως κάνουν ορισμένοι «πραγματιστές» λαΐφ σταΐλ αναρχικοί[56] ότι με τον ίδιο τρόπο που ο καπιταλισμός προήλθε από την εξέλιξη του φεουδαρχισμού, μία νέα απελευθερωτική κοινωνία θα μπορούσε μελλοντικά να αναδυθεί από τους εναλλακτικούς θεσμούς που καθιερώνουν σήμερα οι δραστηριότητες που σχετίζονται με τον «αναρχισμό εν δράσει». Το θεμελιώδες ελάττωμα σε μία τέτοια ανάλυση είναι ότι ενώ πράγματι η καπιταλιστική κοινωνία υπήρξε  μία εξελικτική διαδικασία, η διαδικασία αυτή ήταν εξελικτική, όχι τόσο όσον αφορά τους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς, στη καθιέρωση των οποίων το κράτος έπαιζε καθοριστικό ρόλο,[57] αλλά κυρίως όσον αφορά τον ετερόνομο χαρακτήρα της, δηλαδή το γεγονός ότι μία νέα καπιταλιστική ελίτ είχε απλά αντικαταστήσει την παλιά φεουδαρχική.  Όμως, η απελευθερωτική κοινωνία είναι μία αυτόνομη κοινωνία, ένα τελείως διαφορετικό «είδος» κοινωνίας, η οποία συνεπάγεται την κατάργηση της θεσμοποιημένης συγκέντρωσης δύναμης/εξουσίας στα χέρια των διάφορων ελίτ. Πρόκειται για μία επαναστατική αλλαγή που δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτευχθεί μέσω κάποιου είδους εξέλιξης, ακόμα και αν αυτή μπορούσε να επιταχυνθεί από τις δραστηριότητες των «αναρχικών εν δράσει», λαίφ σταίλ αναρχικών κ.λπ., που ασχολούνται με την αποσπασματική ίδρυση εναλλακτικών θεσμών, έξω από ένα προγραμματικό πολιτικό κίνημα με τους δικούς του στόχους, μέσα και στρατηγική.       
Όπως έχει υπογραμμίσει και ο Bookchin, οι σημαντικές διαφορές μεταξύ των λαΐφ σταΐλ στρατηγικών και του ΕΚ επικεντρώνονται στο ρόλο του ατόμου ως προς την κοινωνική αλλαγή. Στις πρώτες, η κοινωνική αλλαγή θεωρείται ότι ξεκινάει από τον τρόπο ζωής του ατόμου παρακάμπτοντας το κράτος και την αγορά, αντί  να αμφισβητεί τους θεσμούς αυτούς και να προσπαθεί να τους αντικαταστήσει με νέους κοινωνικούς θεσμούς. Από την άλλη μεριά, η στρατηγική του ΕΚ δίνει έμφαση στο ρόλο του κοινωνικού ατόμου, δηλαδή του ατόμου που παίρνει μέρος στους πολιτικούς αγώνες σε τοπικό επίπεδο και στους κοινωνικούς αγώνες γενικότερα με σκοπό την κοινωνική αλλαγή, όχι «δια του παραδείγματος», αλλά μέσω της δημιουργίας μιας συνομοσπονδίας από κοινότητες οι οποίες θα βρίσκονται σε ένταση με το έθνος-κράτος μέχρι να το αντικαταστήσουν.[58] Το πρόταγμα της ΠΔ, μολονότι και αυτό υπογραμμίζει το ρόλο του κοινωνικού ατόμου στην κοινωνική αλλαγή, εντούτοις υιοθετεί μία αντίληψη της ελευθερίας ως ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας που στοχεύει σε μία υπέρβαση του δυϊσμού ατομικισμός έναντι κολεκτιβισμού.[59] . Με αυτή την έννοια, το πρόταγμα της ΠΔ διαφοροποιείται από το πρόταγμα του ΕΚ, το οποίο υιοθετεί τον κολεκτιβισμό.    
Η έμφαση που δίνουν οι λαΐφ σταΐλ στρατηγικές, καθώς και αυτές της «αναρχίας εν δράσει», στο άτομο (αντί για το κοινωνικό άτομο) έχει μοιραία οδηγήσει σε κοινωνική περιθωριοποίηση, όπως έδειξε και ο σχεδόν ασήμαντος κοινωνικός αντίκτυπος των κινημάτων που εμπνέονται από παρόμοιες στρατηγικές τα τελευταία 25 χρόνια. Επιπρόσθετα, η τάση αυτή δεν ξέφυγε από την παγίδα ότι με το να δίνουν τόση έμφαση «στην ιδέα των μεταρρυθμίσεων στις ατομικές αξίες και στον τρόπο ζωής, ως τον πρωταρχικό πολιτικό δρόμο για τη ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή, καταλήγουν τελικά να φαίνονται ότι βλέπουν με απέχθεια την ιδέα της συλλογικότητας»[60] ―τυπικό παράδειγμα το κίνημα της Νέας Εποχής (New Age).
Τέλος, οι δραστηριότητες αυτών που εμπλέκονται σε αυτού του είδους την «αναρχία εν δράσει»/λαΐφ σταΐλ αναρχισμό δεν συνιστούν κίνημα, πόσο μάλλον πολιτικό κίνημα για τους εξής λόγους:
•   Πρώτον, δεν υπάρχει κοινή οργάνωση, πράγμα που συνεπάγεται ότι σωστότερα θα έπρεπε να αποκαλούμε τις ομάδες που ανακατεύονται σε παρόμοιες δραστηριότητες ως αυθόρμητες συναθροίσεις ανθρώπων με παρόμοιες ιδέες και αξίες, παρά ως «οργανωμένα κινήματα» που να αξίζουν την ονομασία αυτή.
•   Δεύτερον, οι ακτιβιστές που συμμετέχουν δεν μοιράζονται μία κοινή κοσμοθεωρία.
•   Τρίτον, δεδομένου ότι οι ακτιβιστές που συμμετέχουν σε τόσο διαφορετικές δραστηριότητες δεν έχουν ποτέ εισηγηθεί κάποιου είδους κοινό πρόγραμμα με κοινούς στόχους, ιδεολογία και στρατηγική, δεν μπορούμε να μιλάμε για ένα κοινό σύνολο αξιών που χαρακτηρίζει τους συμμετέχοντες σε αυτά τα «κινήματα».
•    Τέταρτον, οι δραστηριότητες με τις οποίες ασχολούνται πολλοί από αυτούς που συμμετέχουν δεν έχουν καμία σχέση με αντισυστημικές πολιτικές (με την έννοια της προώθησης μιας εναλλακτικής κοινωνίας), και είναι αμφίβολο ακόμα και αν έχουν οποιαδήποτε σχέση με την πολιτική γενικά. Στη πραγματικότητα, ορισμένες από τις δραστηριότητες αυτές είναι στην πράξη τόσο ανώδυνες πολιτικά, που οι πολιτικές ελίτ τις χρησιμοποιούν συχνά για τους δικούς τους στόχους.
Όπως έχει δειχτεί αλλού,[61]  αυτού του είδους η δραστηριότητα είναι εντελώς αναποτελεσματική στο να επιφέρει μία συστημική αλλαγή. Μολονότι η στρατηγική αυτή μπορεί να βοηθά στη δημιουργία μιας εναλλακτικής κουλτούρας μεταξύ μικρών τμημάτων του πληθυσμού και, ταυτόχρονα να ενισχύει την ανύψωση του ηθικού των ακτιβιστών που θέλουν να δουν μία άμεση αλλαγή της ζωής τους, δεν έχει καμία πιθανότητα επιτυχίας ―στο πλαίσιο της σημερινής τεράστιας συγκέντρωσης δύναμης/εξουσίας― στο να δημιουργήσει τη δημοκρατική πλειοψηφία που απαιτείται  για τη συστημική κοινωνική αλλαγή. Και αυτό, διότι τα προτάγματα που προτείνονται από τη στρατηγική αυτή μπορούν εύκολα να περιθωριοποιηθούν ή να αφομοιωθούν από την υπάρχουσα εξουσιαστική δομή (όπως συνέβη πολλές φορές στο παρελθόν), ενώ οι συνέπειές τους στη διαδικασία κοινωνικοποίησης είναι ελάχιστες –αν όχι μηδαμινές. Τούτο ισχύει ιδιαίτερα όταν αυτού του είδους οι στρατηγικές επικεντρώνονται, όπως γίνεται συνήθως, σε μονοθεματικούς αγώνες, που δεν αποτελούν μέρος κάποιου περιεκτικού πολιτικού προγράμματος για κοινωνική μεταμόρφωση και επομένως δεν βοηθούν στη δημιουργία της αντισυστημικής συνειδητοποίησης που απαιτείται για την κοινωνική αλλαγή. Τέλος, η συστημική κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί ποτέ να επιτευχθεί εκτός της κεντρικής πολιτικής και κοινωνικής αρένας. Η εξάλειψη των σημερινών εξουσιαστικών σχέσεων και δομών δεν είναι δυνατή ούτε «δια του παραδείγματος», ούτε μέσω της εκπαίδευσης και της πειθούς. Απαιτείται μία βάση εξουσίας προκειμένου να καταστραφεί η εξουσία και ο μόνος συνεπής τρόπος προς την κατεύθυνση αυτή είναι η ανάπτυξη ενός περιεκτικού προγράμματος για τον ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας που θα ξεκινήσει με το μετασχηματισμό των τοπικών πολιτικών και οικονομικών δομών.
Το τελευταίο σημείο γίνεται ιδιαίτερα σημαντικό αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι αξίες, οι οποίες επηρεάζονται σημαντικά από το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα, δεν μπορούν να αλλάξουν ανεξάρτητα από την αλλαγή στις δομές σε σημαντική κοινωνική κλίμακα. Δεν προκαλεί, επομένως, έκπληξη η σιωπηρή ή μερικές φορές ρητή υπόθεση που γίνεται από πολλούς ακτιβιστές που συμμετέχουν σε τέτοιες δραστηριότητες[62] ότι πρώτα θα πρέπει να αλλάξουν οι αξίες, και η τελική «δομική αλλαγή» θα επακολουθήσει. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την Μαρξιστική προσέγγιση σύμφωνα με την οποία πρώτα πρέπει να αλλάξουν οι δομές, μέσω της οικοδόμησης ενός αντισυστημικού κινήματος. Από την άλλη μεριά, η προσέγγιση της ΠΔ συνεπάγεται μία σύνθεση των δύο αυτών προσεγγίσεων, καθώς και της προσέγγισης της άμεσης δράσης (που θα εξετάσουμε παρακάτω). Έτσι, σύμφωνα με τη στρατηγική της ΠΔ, η αλλαγή των αξιών  εξαρτάται από την αλλαγή δομών σε σημαντική κοινωνική κλίμακα. Μόνο μέσα στον αγώνα ενάντια στους σημερινούς θεσμούς και την παράλληλη διαδικασία για τη δημιουργία εναλλακτικών θεσμών μπορεί να δημιουργηθεί ένα μαζικό αντισυστημικό κίνημα, ένα κίνημα που θα θεμελιώνεται πάνω σε μία νέα επαναστατική συνειδητοποίηση και ένα νέο σύστημα αξιών. Και αυτό, διότι ο στόχος της δημιουργίας μιας γνήσιας δημοκρατικής συνειδητοποίησης μεταξύ των πολιτών προϋποθέτει μία «βιωματική εμπειρία» της δημοκρατίας –κάτι που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω της παράλληλης εισαγωγής των θεσμών πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο πλαίσιο ενός αντισυστημικού κινήματος που θα ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις που περιγράφηκαν παραπάνω ―ένα κίνημα που θα μετείχε τόσο στον αγώνα κατά του υπάρχοντος συστήματος, όσο και στην παράλληλη οικοδόμηση νέων θεσμών, μέσω της δημιουργίας τοπικών περιεκτικών δημοκρατιών, οι οποίες θα σήμαιναν τη δημιουργία νέων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών θεσμών σε σημαντική κοινωνική κλίμακα. Ένα τέτοιο νέο κίνημα θα μπορούσε να παίξει το ρόλο του καταλύτη για τη μετάβαση (η οποία δεν θα είναι αναγκαστικά βίαιη) σε μία συνομοσπονδιακή Περιεκτική Δημοκρατία.
Το ζήτημα επομένως που ανακύπτει εδώ είναι: πρέπει να απορρίψουμε τις λαΐφ σταΐλ στρατηγικές, όπως κάνει ο ΕΚ, απλώς και μόνο επειδή ανήκουν στο κοινωνικό ή οικονομικό πεδίο; ‘Η, μήπως εναλλακτικά, θα έπρεπε να τις βλέπουμε, όπως κάνει ο Ted Trainer,[63] ως «τον καλύτερο διαθέσιμο σήμερα τρόπο για να ξεκινήσουμε την οικοδόμηση ενός μαζικού κινήματος»; Η απάντηση την οποία δίνει το πρόταγμα της ΠΔ και στα δυο αυτά ερωτήματα είναι αρνητική. Η οικοδόμηση εναλλακτικών οικονομικών και κοινωνικών θεσμών μέσα στο σημερινό σύστημα είναι το ίδιο αναγκαία όπως και η δημιουργία εναλλακτικών πολιτικών θεσμών με τη μορφή συνελεύσεων των πολιτών. Ωστόσο, αν οι δραστηριότητες αυτές δεν αποτελούν οργανικό τμήμα ενός πολιτικού προτάγματος με ξεκάθαρους αντισυστημικούς στόχους, μέσα και στρατηγικές, δεν έχουν καμία προοπτική να αναπτυχθούν σε ένα μαζικό κίνημα και δεν θα πάψουν να είναι λαΐφ σταΐλ δραστηριότητες, ενώ στη διαδικασία εύκολα θα περιθωριοποιούνται ή θα αφομοιώνονται από το σύστημα -όπως συμβαίνει σήμερα.
Είναι, επομένως, φανερό ότι χρειαζόμαστε μία νέα στρατηγική που θα αποτελεί  σύνθεση, πρώτον, της παλιάς Μαρξιστικής προσέγγισης, που βασίζεται στη δημιουργία ενός αντισυστημικού κινήματος με στόχο τον αγώνα κατά του σημερινού συστήματος, δεύτερον, της αναρχικής προσέγγισης, που βασίζεται στην «προεικόνιση», δηλαδή το χτίσιμο του καινούργιου μέσα στο παλιό, και, τρίτον, της προσέγγισης που προτείνεται από τα «νέα» κοινωνικά κινήματα (φεμινίστριες, Πράσινοι κ.ο.κ.), που προτείνει δημοκρατικές μορφές οργάνωσης και δραστηριότητες άμεσης δράσης. Αυτό σημαίνει τη δημιουργία μιας δημοκρατικής πολιτικής οργάνωσης με σαφείς αντισυστημικούς στόχους και μέσα, η οποία θα αγωνιστεί για τη δημιουργία ενός νέου μαζικού αντισυστημικού κινήματος με στόχο μία Περιεκτική Δημοκρατία, δηλαδή με άλλα λόγια, ένα κίνημα που θα συνδυάζει τον αγώνα ενάντια στο σημερινό σύστημα με τον παράλληλο αγώνα για τη δημιουργία ενός νέου συστήματος μέσα στο παλιό (τέτοια στρατηγική για την Περιεκτική Δημοκρατία περιγράφηκε στο προηγούμενο τεύχος του ΠΔ) 

Η στρατηγική της άμεσης δράσης     

Οι υποστηρικτές της άμεσης δράσης, που περιλαμβάνει από διαμαρτυρίες που στοχεύουν στη διακοπή του «κανονικού» ρυθμού ζωής (καταλήψεις, μπλοκάρισμα δρόμων κ.λπ.), μέχρι μαζικές διαδηλώσεις (βίαιες ή μη) και τη γενική απεργία, μπορεί να έχουν ρεφορμιστικούς ή αντισυστημικούς στόχους. Έτσι, για τους ρεφορμιστές υποστηρικτές της άμεσης δράσης όπως ο Peter Hain (ο οποίος στα νιάτα του υπήρξε  θερμός υποστηρικτής της άμεσης δράσης, αλλά τώρα, ως μέλος της κυβέρνησης Tony Blair, είναι ενθουσιώδης υποστηρικτής των πόλεμων στη Γιουγκοσλαβία, το Αφγανιστάν και το Ιράκ!), η άμεση δράση είναι «ένα νόμιμο και ζωτικό μέσο για την επέκταση των συνόρων της δημοκρατίας»[64] «της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης».[65] Για ρεφορμιστές όπως αυτός, «η άμεση δράση είναι βασικά μία προσωπική μορφή δράσης που πηγάζει από τη συνείδηση του ατόμου (...) με στόχο την αλλαγή μέσω της αντιπαράθεσης, παρά τις διαπραγματεύσεις» ―μολονότι, σύμφωνα με την άποψή του, η αντιπαράθεση πρέπει να περιορίζεται αυστηρά σε βία κατά της ιδιοκτησίας των μεγάλων εταιριών και δεν θα πρέπει ποτέ να παίρνει τη μορφή του αντάρτικου πόλης με βομβιστικές επιθέσεις ενάντια στην ιδιοκτησία. [66]
Από την άλλη μεριά, για τους αντισυστημικούς υποστηρικτές της άμεσης δράσης, αυτό ήταν πάντοτε ένα σημαντικό όπλο για κοινωνική αλλαγή, ιδιαίτερα με τη μορφή της γενικής απεργίας. Ωστόσο, ενώ για τους αναρχοσυνδικαλιστές η γενική απεργία εθεωρείτο ως ένα μέσο για το ξεκίνημα της κοινωνικής επανάστασης,  Μαρξιστές όπως η Rosa Luxemburg υιοθετούσαν τη «μαζική» απεργία για διαφορετικούς λόγους. Έτσι, η  Luxemburg υπήρξε πολύ επικριτική στη θέση των αναρχικών πάνω στο θέμα και θεωρούσε τη μαζική απεργία «όχι ως μέσο για το απότομο πήδημα στην κοινωνική επανάσταση μέσω ενός θεατρινίστικου πραξικοπήματος, αλλά ως μέσο, πρωταρχικά, δημιουργίας των συνθηκών του καθημερινού πολιτικού αγώνα, και ειδικά του κοινοβουλευτικού, για το προλεταριάτο».[67]
Σήμερα, η άμεση δράση χρησιμοποιείται τόσο από τους αναρχικούς και τους μαρξιστές, όσο και από τους ρεφορμιστές. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από το «κίνημα» κατά της παγκοσμιοποίησης, όπου μετέχουν όλες αυτές οι τάσεις. Στην πραγματικότητα μάλιστα, όπως δείχτηκε και αλλού[68] είναι ακριβώς αυτή η ετερογενής φύση των διάφορων ομάδων που συμμετέχουν σε δραστηριότητες κατά της παγκοσμιοποίησης που κάνει ανεπίτρεπτο τον χαρακτηρισμό των ακτιβιστών που μετέχουν σε αυτό ως «κίνημα». Έτσι, τα ρεφορμιστικά ρεύματα μέσα σε αυτό το «κίνημα» (ΜΚΟ, συνδικαλιστές, ορθόδοξοι Πράσινοι και άλλοι) θεωρούν βασικά τις δραστηριότητες κατά της παγκοσμιοποίησης ως μία μορφή πολιτικής ανυπακοής, με στόχο την «αντίσταση» στην παγκοσμιοποίηση, ενώ τα ριζοσπαστικά ρεύματα τις θεωρούν ως ένα μέσο λαϊκής «εκπαίδευσης» πάνω στην ανάγκη για συστημική αλλαγή, η οποία τελικά μπορεί να οδηγήσει σε αυτήν.
Εντούτοις, το σοβαρό σφάλμα που γίνεται από τη ρεφορμιστική Αριστερά που υιοθετεί μία «μη συστημική» προσέγγιση για την παγκοσμιοποίηση ―μία προσέγγιση που υιοθετείται από μαρξιστές όπως οι Amin, Wallerstein, Panitch et al και ελευθεριακούς όπως ο Noam Chomsky― είναι ότι υποθέτουν πως η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι αντιστρέψιμη, ακόμα και μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας». Η λογική συνέπεια μιας τέτοιας θέσης είναι η υιοθέτηση των στρατηγικών άμεσης δράσης με στόχο την «αντίσταση» στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, σαν να είναι δυνατό η τελευταία να αντιστραφεί μέσω τακτικών πολιτικής ανυπακοής, παρόμοιες με εκείνες που χρησιμοποιήθηκαν κατά του πόλεμου στο Βιετνάμ! Όμως, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν είναι ζήτημα πολιτικής (όπως ήταν ο πόλεμος του Βιετνάμ), ή έστω ζήτημα επιλογής για τις ελίτ, και, επομένως, δεν είναι αντιστρέψιμη μέσα στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο.[69] Όπως είδαμε και παραπάνω, μία οικονομία της αγοράς σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι διεθνοποιημένη, εφόσον η ανάπτυξη (και επομένως η κερδοφορία) των πολυεθνικών, οι οποίες ελέγχουν την παγκόσμια οικονομία της αγοράς, εξαρτάται από τις ανοικτές και «απελευθερωμένες» αγορές παγκοσμίως. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και η εισαγωγή αποτελεσματικών κοινωνικών ελέγχων πάνω στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς για την προστασία του περιβάλλοντος και της εργασίας είναι σήμερα αδύνατη. Αυτό συνεπάγεται ότι το πολύ που μπορεί να ελπίζουν να πετύχουν με τη δραστηριότητα τους οι ακτιβιστές κατά της παγκοσμιοποίησης είναι κάποιο είδος (ανώδυνων για τις ελίτ) μεταρρυθμίσεων  όπως ο φόρος Tobin, ή παρόμοια μέτρα που επιδιώκονται από την ATTAC, το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ και τα κατά τόπους Κοινωνικά Φόρα κ.λπ.), δηλαδή μία «παγκοσμιοποίηση με ανθρώπινο προσωπείο».    
Είναι, επομένως, φανερό ότι το «κίνημα» κατά της παγκοσμιοποίησης δεν θα μπορέσει, με την παρούσα μορφή του, να υπερβεί τον σημερινό του χαρακτήρα ως ένα οργανωμένο «κίνημα αντίστασης» του «πλήθους» ενάντια στην «αυτοκρατορία» -όπως  περιγράφεται η ρεφορμιστική αντίσταση κατά της παγκοσμιοποίησης από τους Hardt & Negri.[70] Δεν είναι, επομένως, δύσκολο να προβλέψει κανείς ότι αν τα ριζοσπαστικά ρεύματα στο εσωτερικό του «κινήματος» δεν επικρατήσουν, το «κίνημα» αυτό είτε θα αποσυντεθεί σταδιακά, είτε θα μετασχηματιστεί σε άλλο ένα είδος «νέου» κοινωνικού κινήματος (όπως, για παράδειγμα, το πράσινο κίνημα) και κατόπιν θα ενσωματωθεί στο «σύστημα».     
Μήπως όμως το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, ή γενικότερα κάθε κίνημα άμεσης δράσης, θα μπορούσε ν αποτελέσει ένα εκπαιδευτικό μέσο  για τη συστημική αλλαγή; Η απάντηση εδώ εξαρτάται αποφασιστικά από το «πλαίσιο» παρόμοιας άμεσης δράσης. Αν το πλαίσιο είναι, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, κάποια συναινετική πλατφόρμα, η οποία αναγκαστικά θα εκφράζει τον ελάχιστο κοινό παρανομαστή των αιτημάτων των διάφορων ακτιβιστών που παίρνουν μέρος σε αυτή, μία τέτοια προοπτική είναι μηδαμινή. Και αυτό διότι μία τέτοια πλατφόρμα θα είναι μοιραία ρεφορμιστική και η προσέγγιση του «ρεφορμισμού-ως-στρατηγικής» έχει ολοκληρωτικά αποτύχει στο παρελθόν να δημιουργήσει  αντισυστημική συνειδητοποίηση σε σημαντική κοινωνική κλίμακα.[71] Από την άλλη μεριά, αν το «πλαίσιο» της άμεσης δράσης είναι ένα κίνημα με ξεκάθαρα αντισυστημικά αιτήματα, τότε η προοπτική του εξαρτάται από το κατά πόσο μία τέτοια δράση είναι οργανικό μέρος ενός πολιτικού προγραμματικού μαζικού κινήματος για συστημική αλλαγή. Αν πρόκειται για τέτοια περίπτωση, η άμεση δράση είναι ένα απολύτως αναγκαίο τμήμα (μαζί με ορισμένες λαΐφ σταΐλ δραστηριότητες και τη συμμετοχή στις τοπικές εκλογές) της μεταβατικής στρατηγικής και θα μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο στον αγώνα για τη συστημική αλλαγή, με τη δημιουργία των συνθηκών του καθημερινού πολιτικού αγώνα για μία Περιεκτική Δημοκρατία. Εάν, όμως, η δράση αυτή δεν αποτελεί τμήμα ενός τέτοιου πολιτικού προτάγματος και κινήματος, η προοπτική της ως εκπαιδευτικού εργαλείου είναι μηδαμινή λόγω του αποκλειστικά αρνητικού χαρακτήρα της. Αυτή είναι, για παράδειγμα, η περίπτωση των αντισυστημικών ρευμάτων μέσα στο «κίνημα» κατά της παγκοσμιοποίησης, τα οποία μπορούν να προσδιορίσουν μόνο εκείνα στα οποία αντιτίθενται, αλλά δεν μπορούν να κάνουν οποιαδήποτε συνεκτική πρόταση για εκείνα με τα οποία θα ήθελαν να αντικατασταθεί η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και η οικονομία της αγοράς, αποξενώνοντας, έτσι, πολλούς από τους συμπαθούντες στον κόσμο.
Η άμεση δράση, από μόνη της, και η αναπόφευκτη κρατική καταστολή που τη συνοδεύει, δεν μπορούν ποτέ να οδηγήσουν στην «επαναστατικοποίηση» ενός κινήματος και στην «αυθόρμητη» δημιουργία της ανάλυσης που απαιτεί η σημερινή κατάσταση, που θα συμπληρώνεται από ένα σαφές όραμα για τη δομή της μελλοντικής κοινωνίας, τη μεταβατική στρατηγική κ.λπ. ―μολονότι αυτό δεν σημαίνει, ασφαλώς, ότι το απελευθερωτικό πρόταγμα πρέπει να «επιστημονικοποιηθεί» για ακόμη μία φορά!.[72] Η άποψη για την «αυθόρμητη» δημιουργία ενός πολιτικού προτάγματος είναι μια καθαρά ρομαντική και ιστορικά λανθασμένη άποψη για το πώς οι αλλάζουν οι κοινωνίες, η οποία μας επιστρέφει στην περίοδο, πριν από περίπου 150 χρόνια, όταν οι αγωνιστές ανακάλυψαν ότι για να αντικατασταθεί ένα σύστημα χρειάζονται οργανωμένα αντισυστημικά κινήματα και ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού θα πρέπει να έχει αναπτύξει μία ξεκάθαρα αντισυστημική συνειδητοποίηση, βιώνοντας στην πράξη τους θεσμούς της νέας κοινωνίας, προτού γίνει η πραγματική μετάβαση. Η Ιστορία μας έχει διδάξει ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί ακόμα ένα ολοκληρωτικό πείραμα.  
Είναι, επομένως, ξεκάθαρο ότι ούτε η άμεση δράση, ούτε ο λαΐφ σταΐλ αναρχισμός/αναρχία εν δράσει θα μπορούσαν από μόνες τους να οδηγήσουν σε συστημική αλλαγή ή έστω να δημιουργήσουν τη μαζική συνειδητοποίηση που απαιτείται, εκτός αν (κάτι που χρειάζεται συνεχή επανάληψη!) οι δραστηριότητες αυτές αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα ενός πολιτικού προγραμματικού κινήματος για συστημική αλλαγή, με τη δική του ανάλυση της σημερινής κρίσης, ξεκάθαρους στόχους όσον αφορά τη μελλοντική κοινωνία και μία ολοκληρωμένη μεταβατική στρατηγική που θα οδηγούσε σε αυτή. Ένα τέτοιο πρόταγμα θα μπορούσε να βασίζεται, όπως προτείνεται από το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, σε μία σύνθεση της παράδοσης του ελευθεριακού σοσιαλισμού, της δημοκρατικής παράδοσης και των ριζοσπαστικών ρευμάτων μέσα στα «νέα» κοινωνικά κινήματα (του πράσινου, του φεμινιστικού κ.λπ.), με στόχο την επανενσωμάτωση της κοινωνίας με την οικονομία, τη πολιτεία και τη φύση, δηλαδή την «περιεκτική» δημοκρατία.

Υποσημειώσεις

[1] See Takis Fotopoulos, ‘The Myth of Postmodernity’, Democracy & Nature, vol 7 no 1 (March 2001) pp. 27-76.
[2] Takis Fotopoulos, ‘The end of traditional antisystemic movements and the need for a new type of antisystemic movement today’, Democracy & Nature, vol 7 no 3 November 2001, pp.415-456.
[3] Anti-systemic social divisions are defined as those social  divisions which explicitly or implicitly challenge the legitimacy of a hierarchical system that creates and reproduces the unequal distribution of power see T. Fotopoulos, ‘Class Divisions Today-the Inclusive Democracy Approach’, Democracy & Nature, vol 6 no 2, July 2000 pp.211-252.
[4] Leszek Kolakowski, Main Currents of Marxism, Oxford: Oxford University Press, 1978, vol.2, pp. 109-110.
[5] See Takis Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracy, London/NY: Cassell/Continuun, 1997, Chs 1 & 2.
[6] See Takis Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracy, CHs 1 &  4.
[7] T. Fotopoulos, ‘Welfare state or economic democracy? Democracy & Nature, vol 5 no 3 (November 1999), pp. 433-468.
[8] See Alex Callinicos’ interview for the Greek daily Eleftherotypia, 1 October 2000.
[9] See Takis Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracy, pp. 85-100.
[10] See Takis Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracy, pp. 158-64.
[11] Takis Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracy Ch 2; see also, M. Olson, The Rise and Decline of Nations (New Haven, Connecticut: Yale University Press, 1988).
[12] See Takis Fotopoulos, ‘The Myth of Postmodernity’, and ‘The end of traditional antisystemic movements’.
[13] See the ‘Interview with Murray Bookchin’, by David Vanek, Harbinger, A Journal of Social Ecology, vol 2 no1, 2000 <http://www.social-ecology.org/harbinger>
[14] Takis Fotopoulos, ‘Globalisation, the reformist Left and the anti-globalisation movement’, Democracy & Nature, vol 7 no 2, pp. 233-280.
[15] See Takis Fotopoulos, ‘The Myth of Postmodernity’.  
[16] Simon Tormey ‘Post-Marxism, Democracy and the Future of Radical Politics’, Democracy & Nature, vol 7 no 1 (March 2001) pp. 119-134. A similar proposal is made by Best and Kellner who advocate a politics of alliance and solidarity that builds on both modern and postmodern traditions based on coalitions and multifront struggle. (Steven Best and Douglas Kellner, ‘Dawns, Twilights, and Transitions: Postmodern Theories, Politics, and Challenges’, Democracy & Nature, vol 7 no 1 (March 2001) pp. 101-118.
[17] See Fotopoulos, ‘Class Divisions Today-The Inclusive Democracy Approach’.
[18] See Fotopoulos, Antisystemic movements.
[19] See Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracy, pp. 198-99.
[20] Ibidem, pp.316-328.
[21] Ibid. p.322
[22] Leszek Kolakowski, Main Currents of Marxism, Oxford: Oxford University Press, 1981, vol. 2, p. 53.
[23] Ibidem, vol 3. p.244.
[24] Vladimir Lenin, What Is to Be Done? Moscow: Progress Publishers, 1967, cf. pp. 30-32.
[25] H. Marcuse, Soviet Marxism, London: Routledge, 1958, p. 147.
[26] Ibidem, p.145.
[27] See Takis Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracy, Ch. 2.
[28] Che Guevara, Guerrilla Strategy, New York: Monthly Review Press, 1967, p. 15.
[29] ibid. See, also, for the case of urban guerrilla warfare, Carlos Marighela, For the liberation of Brazil London: Pelican, 1971
[30] See on the transnational elite concept Fotopoulos ‘Globalisation’.
[31] Iain Watson. ‘An examination of the Zapatista Army of National Liberation (EZLN) and new political participation’ (in this issue).             
[32] Marianne Duran de Huerta and Nick Higgins,’ Interview With Zapatista Leader subcommandante Marcos’, International Affairs 75, (April, 1999) pp. 269-281.
[33] Alexandros Gezerlis. ‘Latin America: Popular Movements in Neoliberal Modernity’ (in this issue). 
[34] See for instance  Murray Bookchin, “Libertarian Municipalism: An Overview,” Society and Nature, Vol.1, No.1, (1992) pp. 93-104, “The meaning of confederalism”, Society and Nature, Vol. 1, No. 3, (1993) pp.41-54 and “Communalism: The Democratic Dimension of Anarchism,” Democracy and Nature (formerly Society and Nature), Vol.3, No.2 1996, pp. 1-17.
[35] Janet Biehl, The Politics of Social Ecology: Libertarian Municipalism, Montreal: Black Rose Press, 1998. 
[36] See Takis Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracy, pp. 328-340 ; see also Takis Fotopoulos, ‘Social Ecology, Eco-Communitarianism and Inclusive Democracy’, Democracy & Nature, vol 5 no 3 (November 1999), pp. 561-576. 
[37] M. Bookchin, The Philosophy of Social Ecology, Montreal: Black Rose, 1995, p.xii. Although Bookchin explicitly acknowledges that social evolution is profoundly  different from organic evolution, still, he  sees a ‘directionality’ towards a democratic ecological society, ibid. p. 17.
[38] See Takis Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracy, pp.328-340.
[39] Janet Biehl, The Politics of Social Ecology: Libertarian Municipalism,  chs 10 & 12.
[40] See for a proposed mechanism of allocating resources in an economic democracy, Takis Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracy, ch 6.
[41] Murray Bookchin, ‘Comments on the International Social Ecology Network Gathering and the ‘Deep Social Ecology’ of John Clark’, Democracy & Nature, vol 3, no 3,1997, p. 185.  
[42] See Michael Albert, ‘Assessing Libertarian Municipalism’, Znet website. 
[43] This is obvious by statements like the following ones: ‘I am not sure, for example, why libertarian municipalism feels that no means of representation can ever be designed to function compatibly with popular assemblies, preserving democracy but functioning better in situations that transcend small group concerns’, ibid. 
[44] Michael Albert and Robin Hahnel, Looking Forward: Participatory Economics for the Twenty-First Century, Boston:South End Press, 1991.
[45] John Crump, “Markets, Money and Social Change”, Anarchist Studies, Vol. 3, No. 1, Spring 1995, pp. 72-73.
[46] See Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracy, pp. 253-54.
[47] See T. Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracy, ch. 5.
[48] Murray Bookchin, “Libertarian Municipalism: An Overview,” Society and Nature, Vol. 1, No.1, (1992) p. 102.
[49] Murray Bookchin, “Communalism: The Democratic Dimension of Anarchism,” Democracy and Nature (formerly Society and Nature) , Vol. 3, No. 2, 1996.
[50] Biehl, The Politics of Social Ecology, ch. 7.
[51] ibid. p. 66; see also Bookchin’s interview in the same book.
[52] Biehl, The Politics of Social Ecology, ch. 7.
[53] Murray Bookchin, Social Anarchism or Lifestyle Anarchism,  Edinburgh: AK Press, 1995, p. 10.
[54] Tom Cahill, ‘Co-operatives and anarchism’ in For Anarchism, ed by David Goodway, (London: Routledge, 1989, pp. 235-258.
[55] John Griffin, ‘Dodgy Logic and the Olympians’, Total Liberty, vol 2 no 1, 1999, pp.10-11; see also my reply ‘’Pragmatic ‘anarchism’ or anarchism?” Total Liberty, vol. 2 no. 2, 2000, pp. 6-8.
[56] See e.g. Richard Griffin, ‘Evolution Versus Revolution,’ Total Liberty, Volume 2 Number 2 (Spring 2000), pp. 9-10.
[57] Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracy, ch 1; see also, Fotopoulos,’ The Myth of postmodernity’.
[58] Murray Bookchinxe "Bookchin" , “Libertarian Municipalism: An Overview,” p. 102.
[59] See Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracy, pp. 181-183.
[60] David Pepper, Eco-socialism:From Deep Ecology to Social Justice London:Routledge, 1993, p.200.
[61] Takis Fotopoulos, The Limitations of Life-style Strategies, Democracy & Nature, vol 6 no 2 (July 2000), pp. 287-308.
[62] See for instance Ted Trainer,’ Debating the significance of the Global Eco-village Movement; A reply to Takis Fotopoulos’ (in this issue).
[63] Ted Trainer,’ Debating the significance of the Global Eco-village Movement; A reply to Takis Fotopoulos’ (in this issue); see also Takis Fotopoulos,’The transition to an alternative society: the Ecovillage movement, the Simpler Way and the Inclusive Democracy project’  (ibid.).
[64] Peter Hain , Radical Regeneration, Protest, Direct Action and Community Politics, London:Quartet Books, 1975, p. 99.
[65] ibid. p. 102
[66] ibid, pp. 99-101
[67] Rosa Luxemburg, The Mass Strike, The Political Party and the Trade Unions London, Merlin Press, 1906, p.14.
[68] See Takis Fotopoulos, ‘The End of Traditional Antisystemic Movements’ and also Globalisation, the Reformist Left and the Anti-globalisation “movement”’.
[69] See Takis Fotopoulos, ‘Globalisation, the Reformist Left and the Anti-globalisation “movement”’.
[70] See M. Hardt & A. Negri, Empire, Cambridge Mass. Harvard University Press, 2000.
[71] Takis Fotopoulos, ‘Globalisation, the reformist Left and the anti-globalisation movement’ p. 274.
[72] See  Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracy, ch 8 for the case against ‘scientification’ or ‘objectification’ of the liberatory project.

Δεν υπάρχουν σχόλια: